Με ρώτησαν οι φίλοι μου αν είμαι καλά. Την αλήθεια; Όχι,
δεν είμαι. Νόμιζα μου πέρασε. Νόμιζα δε
με ενοχλεί πια να βρίσκεσαι τριγύρω. Στην ίδια πόλη. Στο διπλανό μαγαζί. Έτσι
απρόσμενα, ξαφνικά, να μαθαίνω πως ήρθες και, το χειρότερο, όχι από σένα αλλά
από τα κοινωνικά δίκτυα.
Ναι, εκεί φτάσαμε. Να μαθαίνουμε ο ένας για τον άλλο απ’ τη
διαδικτυακή μας δραστηριότητα.
Τόσο
πολύ νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλο. Τόσο ουσιαστική ήταν η σχέση μας. Αυτή η
όποια, ανθρώπινη, διαπροσωπική σχέση είχαμε, απεδείχθη μία ακόμα γνωριμία
τελικά. Ναι, αυτό εισπράττω πια εγώ και προφανώς το ίδιο κι εσύ.
Αλλιώς γιατί φτάσαμε σε τούτο το σημείο; Γιατί τόση απάθεια κι αδιαφορία ο ένας
για τον άλλον; Γιατί αυτή η απόσταση; Πώς φτάσαμε ως εδώ, μου λες; Αυτό ήμαστε;
Απλοί γνωστοί;
Μην
τολμήσεις να μου πεις φίλοι, γιατί οι φίλοι δε γυρνάνε την πλάτη ο ένας στον
άλλο χωρίς μια εξήγηση. Δε χάνονται οι φίλοι, μονάχα οι γνωστοί. Οι φίλοι αργά
ή γρήγορα ρίχνουν τα θέματα στο τραπέζι και τα λύνουν. Προσπαθούν, αφού έχουν
κάτι να σώσουν. Εμείς ούτε καν φίλοι. Κι αυτό νομίζω είναι που πονάει πιο πολύ.
Δεν είχαμε κάτι ουσιαστικό τελικά. Γι’ αυτό και δεν ασχοληθήκαμε. Ναι, εκεί με
οδηγούν τα δεδομένα. Μα είναι ν’ απορείς; Ας γελάσω! Δε σ’ ένοιαξε ποτέ και
προφανέστατα ούτε σε νοιάζει πια.
Όχι, δε θα το παίξω
υπεράνω, πως τάχα δε με πειράζει. Με ενοχλεί, με πληγώνει, με πονάει, όσο δε
φαντάζεσαι. Εμένα με νοιάζει, ναι, αλλά είμαι δειλή. Το παραδέχομαι. Δεν έχω το
θάρρος να σου τα πω όλα κατάμουτρα, αν και θα έπρεπε.
Αξία
ανεκτίμητη να βλέπεις την αντίδραση, το ύφος, το βλέμμα κι όλη τη γλώσσα του
σώματος στο τετ α τετ. Μην είσαι ανόητος, φυσικά και γράφω για σένα, και θα
συνεχίσω να γράφω για όσο θα έχεις θέση στην καρδιά μου. Και, να πάρει η ευχή,
δε βλέπω αυτή τη θέση να την παραχωρείς σύντομα σε άλλον. Την κέρδισες, γαμώτο,
ναι την κέρδισες με το σπαθί σου.
Με τον εκ διαμέτρου αντίθετο από μένα χαρακτήρα σου. Με την ξεροκεφαλιά και το ταπεραμέντο σου.
Ναι, εσύ που μου τσακίζεις τα νεύρα με το πείσμα σου, που με κουράζει να
διαφωνώ διαρκώς μαζί σου, που γίνεσαι απόλυτος στις θέσεις σου, αλλά τις
στηρίζεις και τις τεκμηριώνεις. Ναι, εσύ που έχεις στόχους, πλάνα
βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, που ξέρεις τι θες από τη ζωή σου, που είσαι
τόσο καλός στο να ανοίγεις και να κλείνεις κεφάλαια ό,τι κι αν αυτά αφορούν:
επαγγελματικά ή ερωτικά, τι σημασία έχει.
Εσύ
που έχεις πάντα πλάνο. Δείχνεις να ζεις δίχως αύριο, αλλά ουσιαστικά κινείσαι
όπως εσύ γουστάρεις για μια ζωή χωρίς απωθημένα με ασφάλεια και σταθερότητα.
Φοβάσαι τη ζωή χωρίς σχεδιασμό. Θέλεις να ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι.
Προς τα πού κινείσαι και τι έπεται. Το παίζεις άνετος σε στιλ «μια ζωή την
έχουμε», μα στην ουσία θες να έχεις σταθερές.
Καταλαβαίνεις τώρα πού δεν κολλάω εγώ; Δεν είμαι αυτό που
θες. Δε μπορώ να γίνω η σταθερά σου.
Είμαι
αλλοπρόσαλλη. Πότε στη βάση μου, πότε σ’ ένα αεροπλάνο ή ένα πλοίο. Πότε ήρεμη
και συμβιβαστική, πότε δυναμική κι επαναστάτρια. «Με τα φεγγάρια μου», που θα
έλεγε κι η μάνα μου. Θέλω να ταξιδεύω, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σ’ αυτή τη
ζωή. Δεν ψάχνω λιμάνι, αλλά συνταξιδιώτη. Να έχει το ίδιο πάθος για τη ζωή με
μένα μα και για μένα.
Ναι, σε θέλω δίπλα μου, να ταξιδεύουμε μαζί, εξερευνώντας
μονοπάτια και προορισμούς, καταστάσεις κι ανθρώπους. Να σε παροτρύνω και να με
στηρίζεις. Να με φρενάρεις και να σ’ ακούω. Να με κοντράρεις και να σου εξηγώ.
Να με νοιάζεσαι και να σε θαυμάζω. Να μ’
αγκαλιάζεις και να αφήνομαι. Να με κουμαντάρεις και να το απολαμβάνω, αφού,
ξέρεις, είναι ωραίο να βρίσκει ο άλλος τα κουμπιά σου. Να σ’ αγαπώ όσο εσύ και
λίγο παραπάνω.
Όμως
πονάει να έρχεσαι και να φεύγεις έτσι. Όχι, δε μπορώ να πάω παρακάτω με ανοιχτούς λογαριασμούς και χαρτιά
κλειστά. Αλλά πώς να σου εξηγήσω ή να αποδείξω πως όντως έχω καρδιά, και
μάλιστα πως χτύπησε για σένα έτσι όπως δεν έχει χτυπήσει ξανά για άλλον;