Και πάλι εδώ.
Δευτέρα βράδυ κι ίσα που έχει ξεκινήσει η βδομάδα για τον Φίλιππο.
Ακόμα μία εβδομάδα δίχως κάτι το συνταρακτικό, οτιδήποτε έξω απ̓ τα
συνηθισμένα. Δεν αποτελεί έκπληξη άλλωστε, αφού έτσι ζει εδώ και μήνες,
βουτηγμένος στην πλήξη μ’ όλο το βάρος της ευθύνης στις πλάτες του.
Μεγάλο βάρος οι ενοχές και τ̓ αναπάντητα ερωτήματα. Ένα χρόνο τώρα
σέρνει το κουφάρι του με το φορτίο αυτό. Μένει να αναρωτιέται καθημερινά τι στο
διάβολο έκανε λάθος, τι έπρεπε να πει ή να πράξει αλλιώτικα. Αναμνήσεις χρόνων
να παίζουν ξανά και ξανά μες το κεφάλι του σαν τηλεταινία. Άλλες γλυκές, άλλες
πικρές, μα καμία που να του δίνει μια σαφή απάντηση στα γιατί που τον κατασπαράζουν
ακόμη.
– Κρίμα που πρέπει να φύγεις τόσο σύντομα.
– Μην το σκέφτεσαι. Άλλωστε απόψε είμαι ακόμα εδώ. Μαζί σου. Σε
αυτή την ταράτσα, παρέα με το αυγουστιάτικο φεγγάρι.
– Αισιόδοξος και, να τολμήσω να πω, λίγο ρομαντικός;
– Ρεαλιστής, ειλικρινής και μου αρέσεις. Πολύ.
Ένα γλυκό χαμόγελο ζωγραφισμένο τόσο στα χείλη, όσο και στα έντονα
μελαγχολικά της μάτια ήταν αρκετό για να πάρει την απάντηση που γύρευε.
Δεν μπορούσε παρά να είναι ευθύς και συνάμα γλυκός απέναντι της. Ήθελε
να αξιοποιήσει το λίγο χρόνο που είχαν μαζί. Εκεί που οι διακοπές του έφταναν
στο τέλος τους, εκείνη σύντομα θα ξεκινούσε τις σπουδές της. Χωρίς να ξέρει αν
και πού θα έσμιγαν ξανά οι δρόμοι τους, ήταν ήδη βέβαιος πως αυτό το κορίτσι το
ήθελε στη ζωή του κι όχι μόνο για εκείνο τον Αύγουστο.
Έτσι, λοιπόν, χαμένος στις σκέψεις του, ξάφνου αρπάζει τα κλειδιά και,
τραβώντας απότομα την πόρτα πίσω του, βγαίνει από το σπίτι βιαστικά.
Συνήθως κάθε φορά που νιώθει να πνίγεται στις αναμνήσεις, ένας περίπατος
είναι αρκετός ώστε ν̓ αδειάσει το μυαλό του.
Δυστυχώς όχι τούτη τη φορά.
Απόψε έχει ανάγκη να το σκάσει.
Μακριά απ̓ το σπίτι εκείνο που έζησε μαζί της.
Μακριά απ̓ την πόλη. Αυτή την πόλη που έγινε και δική του, αφότου
συναντήθηκαν. Μακριά από τις ίδιες τις επιλογές του, όλες εκείνες που την έφεραν κοντά
του κι όσες την έδιωξαν μακριά.
Με βήμα ταχύ, τρέχει ο Φίλιππος, τρέχει μαζί κι ο νους του.
Μάταια προσπαθεί να ξεγελάσει τον εαυτό του. Ξέρει πολύ καλά πού τον έβγαλε ο
δρόμος.
Γνώριμο, βλέπεις, ετούτο το κατώφλι.
Μπροστά στη μισάνοιχτη πράσινη πόρτα να στέκεται εκείνη,
αποχαιρετώντας τον μ̓ ένα γλυκόπικρο χαμόγελο στα χείλη και τη συγγνώμη στο
βλέμμα, σαν να μην έφτανε να βγει απ̓ τα χείλη της. Μια εικόνα τόσο
ζωντανή ακόμα στο μυαλό του, μένει επίμονα εκεί να τον στοιχειώνει.
Εικόνες και αναμνήσεις από τα χρόνια που πέρασαν μαζί.
Πέντε χρόνια μ̓ εκείνη να είναι η πρώτη επιλογή του κάθε στιγμή, κάθε μέρα,
κάθε βραδιά.
Μέχρι εκείνο το βράδυ Δευτέρας, όταν του άφησε στο τραπεζάκι τα κλειδιά,
ενώ εκείνος έστεκε παγωμένος να την κοιτά να φεύγει από το σπίτι τους,
βγαίνοντας απροειδοποίητα από τη ζωή του μα ποτέ απ’ την καρδιά του.
«Δεν είμαι αυτό που ψάχνεις. Άργησα να το παραδεχτώ στον εαυτό μου, αλλά
και σε σένα. Αισθάνομαι πως, όλα αυτά τα χρόνια που είμαστε μαζί, καταπιέζεσαι
εξαιτίας μου, πως προσπαθείς να είσαι εκείνος που πιστεύεις ότι θέλω στη ζωή
μου, ενώ ταυτόχρονα περιμένεις πως κάποτε θα επιθυμούμε τελικά το ίδιο: μια
μόνιμη δέσμευση με στερεοτυπικές διαδικασίες που ήξερες ανέκαθεν πως θεωρώ
ανούσιες φανφάρες.
Είναι άδικο και για τους δυο μας. Εγώ θέλω συνταξιδιώτη, ενώ εσύ λιμάνι.
Ειλικρινά πιστεύω πως αυτά τα δύο θα έπρεπε να ταιριάζουν μεταξύ τους, αλλά για
κάποιο λόγο νιώθω πως δεν τα καταφέρνουν.
Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ πολύ, πάρα πολύ, για να σε κρατήσω δέσμιο σε μια σχέση
που κάποτε θα νιώσεις πως σε παγίδευσε σε μια ζωή που δεν την ήθελες.
Αισθάνομαι πως σου στερώ την ευτυχία που πραγματικά ψάχνεις. Αυτό που εσύ
ορίζεις ως ευτυχία. Αυτή που ταιριάζει στο δικό σου πλάνο, στα δικά σου μέτρα
και σταθμά. Δυστυχώς, όμως, όχι στα δικά μου.
Όλον αυτό τον καιρό είμαστε μαζί σε ένα όμορφο ταξίδι, μα φαίνεται πως ο
τελικός προορισμός του καθένα μας μοιάζει να είναι τελείως διαφορετικός. Θέλω
να απολαμβάνω την ελευθερία μου μαζί σου, να μοιράζομαι την καθημερινότητά μου
μαζί σου, να κοιμάμαι μαζί σου, να ξυπνάω μαζί σου, να κάνω σχέδια και όνειρα,
να τα γκρεμίζω και να τα χτίζω ξανά μαζί σου. Και θέλω τόσο πολύ να κάνεις κι
εσύ το ίδιο.
Να με επιλέγεις, όχι να με χρειάζεσαι. Να απολαμβάνεις το ταξίδι όσο κι
εγώ, όχι να ανυπομονείς πότε θα πιάσουμε λιμάνι. Να ζεις με μένα όχι γιατί δεν
μπορείς μακριά μου, αλλά γιατί γουστάρεις να προχωράμε μαζί.
Τελικά ίσως ήρθε η ώρα να μάθεις να επιλέγεις και να χρειάζεσαι πρώτα τον
εαυτό σου σε όλη τη διαδρομή, άσχετα από τον προορισμό. Ζήσε για σένα».
Δεν άνοιξε καν το στόμα του. Δεν ήξερε τι να απαντήσει σ’ έναν μονόλογο που
νόμισε πως δε θα ακούσει ποτέ. Έμεινε να την κοιτάζει μες τα
μάτια παγωμένος και ανέκφραστος, σαν να μην τον άγγιξε ούτε μια λέξη της.
Έμεινε εκεί να κοιτάζει τα μελαγχολικά της μάτια, δακρυσμένα πια, καθώς
πλησίαζε την πόρτα. Έτσι απλά κι αθόρυβα, την άφησε να φύγει.
Άτιμος σύμβουλος όμως η καρδιά σαν πληγωθεί απ’ τον έρωτα. Ένας σύμβουλος,
που αυτή τη νύχτα, τον οδηγεί ξανά στη γειτονιά τους.
Στο σπίτι τους.
Στο κατώφλι τους.
Με βλέμμα καρφωμένο στην αυλή, σαν να ελπίζει ενδόμυχα πως η πόρτα θα
ανοίξει ξανά, εύχεται να έρχονταν πίσω οι στιγμές. Μαζί τους εκείνη.
Η γυναίκα που ήρθε, είδε κι αγάπησε.
Ο χρόνος, όμως, νεράκι που κυλά, μα πίσω δε γυρνά. Φώτα σβηστά. Στο σπίτι
κανείς.
Πωλείται.
Η Ελπίδα σου έφυγε, Φίλιππε.
Προχώρα.
Δε θα σου ξαναπεί «καλή βδομάδα».