Κάθομαι εδώ, μπροστά σε μια λευκή οθόνη ή ένα χαρτί και νιώθω την ίδια οικεία ανάγκη που με συντροφεύει εδώ και χρόνια. Την ανάγκη για λέξεις. Δεν είναι απλά ένα χόμπι, ούτε μια συνήθεια. Είναι μια βαθιά, σχεδόν βιολογική, ανάγκη. Αν δεν γράφω, αν δεν εκφράζομαι μέσα από τις λέξεις, νιώθω ένα κενό, μια ασφυξία.
Θυμάμαι τις πρώτες φορές. Ήμουν μικρό κορίτσι κι ένιωθα πράγματα που δεν μπορούσα να τα πω. Ήταν τόσο πολλά μέσα μου, τόσο μπερδεμένα, τόσο δυνατά. Και κάπως, σχεδόν ενστικτωδώς, βρήκα καταφύγιο στην γραφή. Άρχισα να γράφω ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό: σκέψεις, συναισθήματα, μικρές ιστορίες, όνειρα. Δεν είχε σημασία αν ήταν καλό ή κακό, σωστό ή λάθος. Σημασία είχε ότι έβγαινε.
Και κάπως έτσι, έμαθα. Έμαθα να βάζω σε τάξη το χάος του μυαλού μου, να δίνω σχήμα στα άυλα συναισθήματα, ν’ ανακαλύπτω πτυχές του εαυτού μου που δεν γνώριζα καν ότι υπήρχαν. Η γραφή έγινε το καταφύγιό μου, το εργαλείο μου, η φωνή μου.
Μέσα από τις λέξεις μπόρεσα να πω αυτά που δυσκολευόμουν να ψελλίσω, να εκφράσω αυτά που φοβόμουν να παραδεχτώ, να μοιραστώ αυτά που με έκαναν να νιώθω μόνη.
Έχω δει τη ζωή μου ν’ αλλάζει, να παίρνει διαφορετικές τροπές, να με δοκιμάζει. Έχω πέσει, έχω σηκωθεί, έχω πονέσει, έχω αγαπήσει. Και μέσα σ’ όλα αυτά, οι λέξεις ήταν πάντα εκεί.
Η σταθερά μου.
Ένας φάρος στην καταιγίδα, ένας καθρέφτης που μου έδειχνε ποια είμαι.
Και τώρα, εδώ που βρίσκομαι, σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου, μπορώ να πω με σιγουριά: αγαπώ να εκφράζομαι μ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν είναι απλώς μια αγάπη, είναι μια βαθιά σύνδεση. Είναι ο τρόπος μου να επικοινωνώ με τον κόσμο, με τους άλλους, αλλά κυρίως, με τον εαυτό μου.
Ναι, θα συνεχίσω να το κάνω. Θα συνεχίσω να γράφω, να εξερευνώ, να μοιράζομαι. Γιατί είναι ένα κομμάτι μου, ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μου. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τις λέξεις, χωρίς τη δυνατότητα να τις χρησιμοποιώ για να εκφράσω αυτό που είμαι. Και αν με ρωτήσεις ποια είμαι, θα σου πω:
Είμαι η γυναίκα που βρίσκει τη δύναμή της στις λέξεις.