«Σε νοιάζομαι
αλλά δε μου αρέσεις πια»
Αυτό
σου είπα στην τελευταία μας κουβέντα. Το έκλεψα από μία αγαπημένη μου ταινία,
για να κάνω το φινάλε μας κομματάκι κινηματογραφικό. Όχι δηλαδή πως οι δυο μας δε γυρίζαμε άνετα ταινία. Κωμωδία, τραγωδία,
δράμα, περιπέτεια, θρίλερ. Ένα δικό μας είδος, -πάντα πρωτοπόροι της φάσης. Σ’
αυτό το σημείο, ξέρω, θα σου ξεφύγει ένα γελάκι, όσο θυμωμένος κι αν
είσαι.
Γυρίζω πίσω,
σήμερα, λοιπόν σ’ εκείνη τη νύχτα.
Μεθυσμένος.
Σε άθλια κατάσταση. Να με κατηγορείς για την τροπή που πήραν τα πράγματα. Να μη
με πιστεύεις και να θεωρείς κάθε λέξη μου δικαιολογία.
Είχαμε βγει
έξω, κρυφά πάντα εφόσον είχες φτιάξει τη ζωή σου μ’ άλλη. Ισχυρίστηκες πως
ήθελες να με δεις και διάολε, όταν κάθε μέρα παρακαλούσα να σε δω, πώς μπορούσα
ν’ αρνηθώ. Σκέφτηκα ότι ίσως ήμουν
έτοιμη και για όλες τις απαντήσεις που χρειαζόμουν για να πορευτώ. Είτε να
προσπαθήσω να σε ξεπεράσω με τις αλήθειες σου που θα μου ρήμαζαν το «είναι».
Είτε να σε διεκδικήσω και να σε ερωτευτώ απ’ την αρχή.
Έκανες αυτό
που κάνεις πάντα. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω αν σε μισώ ή σε αγαπάω γι’ αυτό.
Με κάνεις να
θέλω απλά να περάσουμε όμορφα το λιγοστό χρόνο που έχουμε. Να μη χαλάσουμε τις
καρδιές μας με συζητήσεις για πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν κι έτσι
καταλήξαμε να μην απομακρυνθούμε. Αντιθέτως,
να κάνουμε σαν τρελοί όταν είμαστε χώρια χωρίς να υπολογίζουμε τις συνέπειες, αλλά
ούτε και την βαρύτητα τους.
Γελούσαμε, πίναμε
και θυμόμασταν πόσο ωραία ήμασταν μαζί.
Σε κάθε άσπρο πάτο κρατιόμουν να μη βάλω τα κλάματα.
Εγώ η δυνατή! Το ένα τσιγάρο άναβε, τ’ άλλο έσβηνε. Μερικά λεπτά σιγής και τα
μάτια μας να παίρνουν φωτιά. Να μην μπορώ ν’ αλλάξω το βλέμμα μου και να ξέρω
ότι είσαι ήδη μέσα στο μυαλό μου. Να φαντάζομαι να κάνουμε ότι δεν έχει γραφτεί
ακόμη σε τσόντα και παράλληλα να νιώθω ό,τι δεν έχει γραφτεί ακόμη σε ποίημα
σουρεάλ. Εσύ να χαμογελάς πονηρά αλλά να μου εμπνέεις και την ασφάλεια που έχω
ανάγκη ν’ αγκαλιάζω. Αυτόματα να σε καταριέμαι γιατί θα φύγεις να πας ν’ αγκαλιάσεις
εκείνη και θα μ’ αφήσεις με μια γλυκόπικρη θλίψη κι ερωτηματικά.
Έτσι, αφού
με τόσα ξίδια, οι αναστολές πήγαν περίπατο, ξεστόμισα πράγματα που ποτέ δεν
έβρισκα την δύναμη. Σε ρώτησα, με τόσο πόνο, γιατί μ’ ενοχλείς αφού έχεις την
άλλη. Βρήκες να σχολιάσεις τη λέξη «ενοχλείς» και το πήρες προσωπικά για να
βγεις και πάλι από πάνω. Θύμωσα τόσο που
ήθελα να σηκωθώ και να φύγω. Μα πως να φύγω χωρίς να σε φιλήσω;
Προσπάθησα τότε να σου εξηγήσω τί εννοούσα
και δε με άκουγες καν. Ειρωνευόσουν και με διέκοπτες λέγοντας πως
δικαιολογούμαι.
Τότε το
πήρα απόφαση.
Δε θ’ άλλαζες. Δε θα χώριζες κι απλά
έπαιζες μαζί μου. Άρα, είχες δίκιο. Εγώ έφταιγα. Εγώ, γιατί το ήξερα και σαν
ώριμη κι εσωτερικά καλλιεργημένη που δηλώνω, θα έπρεπε να είχα δώσει ένα τέλος
σ’ αυτή την παράνοια. Σου έκανα γνωστές τις σκέψεις μου λοιπόν και
σηκώθηκα να φύγω.
« Ήρθες να
μου το παίξεις θιγμένη και τώρα πας στο γκομενάκι σου να κλάψεις»
Δεν μπορεί να το είπες. Δεν παίζει να το
εννοείς. Πάγωσα και σε κοίταξα με τόση απέχθεια κι ένα φανερά ζωγραφισμένο «πώς
είναι δυνατόν» στο πρόσωπό μου. Βρίσκομαι έξω απ’ το μαγαζί. Να μη με
κρατούν τα πόδια μου και να δαγκώνομαι προκειμένου να μην αρχίζω να ουρλιάζω. Σοκαριστικό
θέαμα για κάθε περαστικό.
Ήρθες και με
κράτησες στην αγκαλιά σου. Μου ζητάς συγγνώμη και μου λες πως δεν το εννοούσες.
Πως δεν μπορείς να σκεφτείς να μ’ έχει κάποιος άλλος, όσο εγωιστικό κι αν
ακούγεται αυτό. Ζητάς χρόνο.
Πόσο χρόνο
ακόμα; Χρόνο για τι ακριβώς; Τί έμεινε
ακόμη να συμβεί.
Όσο κι αν
γουστάρω τη φάση μας, δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι. Ούτε σε περιορισμένο
χρονοδιάγραμμα. Δεν μπορώ να μπω σε καλούπια κι ούτε να χαραμίζω ζωές κι ο κάθε
καινούργιος να μη μου λέει τίποτα.
Κι εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα ότι ποτέ δεν
έκανες εξ’ ολοκλήρου ό,τι είχες τάξει. Πότε δεν περίμενα να σε δω να παραπατάς
και να παρακαλάς. Δε φανταζόμουν καν ότι δεν μπορείς να εκτιμήσεις πέντε απλά
πράγματα και να φερθείς σαν τον μάγκα που γνώρισα εγώ.
Σε φίλησα
στο μέτωπο και σε κοίταξα σαν να ήταν η τελευταία φορά. Το ένιωσες και δε με
σταμάτησες. Τότε μπορούσες. Ακόμη μπορούσες να με ελέγξεις. Μα έκανες πάλι την λάθος
επιλογή.
Μ’ άφησες να φύγω και να σε
απομυθοποιήσω.
Κι είναι
πολύ δύσκολο πράγμα να αποκατασταθεί μια κατεστραμμένη εικόνα όταν κάθε φορά
που μου έρχεσαι στο μυαλό σκέφτομαι μόνο τα μειονεκτήματα σου και κανένα
προτέρημα.
«Σε νοιάζομαι,
αλλά δε μου αρέσεις πια»