Η κρυφή ιστορία του Μάνου Κυμπούρη.
Αλήθεια έχετε μυρίσει ποτέ μία φωτογραφία; Θα σκέφτεστε πως είμαι τρελός που το λέω αυτό, αλλά ναι. Αν το πρόσωπο που απεικονίζεται σας έχει σημαδέψει τόσο που να έχει γίνει δεύτερη σκιά σας, η φωτογραφία βγάζει μυρωδιές. Σε ταξιδεύει σε μονοπάτια που είχες ορκιστεί να μην ξαναπερπατήσεις.
Ας τα πάρουμε, όμως, απ᾽ την αρχή.
Πάντα με γοήτευε ο κόσμος της φωτογραφίας. Εικόνες που οι άνθρωποι θέλουν να κρατούν για πάντα αλλά φοβούνται μη χαθούν στο δαίδαλο του μυαλού τους και τις αποτυπώνουν στο χαρτί. Στην αρχή σαν χόμπι, μετά ως επάγγελμα, η φωτογραφική μηχανή είχε γίνει η προέκταση του χεριού μου.
Το μέρος που σε γνώρισα δεν ήταν κάποιο ρομαντικό πάρκο με τις σταγόνες ενός ψιλόβροχου να βρέχουν τα κορμιά μας και να μας ηλεκτρίζουν. Ούτε ένα πάρτι ενός γνωστού, όπου μου έφερες το ποτό κι αγγίζοντας το χέρι σου έπεσε ο κεραυνός πάνω μου.
Όχι.
Σε γνώρισα σε μία πολυσύχναστη καφετέρια στην ουρά για να πάρω την πρωινό τζούρα καφεΐνης. Έχυσες τον καφέ κατά λάθος πάνω στην τσάντα μου κι ένα καλοστολισμένο καντήλι έφυγε απ᾽ το στόμα μου πριν σε κοιτάξω στα μάτια.
Θυμάμαι, χαμογελούσες. Αυτή η εικόνα δε θα φύγει ποτέ απ᾽ το μυαλό μου. Μου ζήτησες συγνώμη. Αμήχανα σου είπα πως δεν πειράζει. Συστηθήκαμε.
Γυρνώντας σπίτι ένιωθα χαμένος. Η τότε κοπέλα μου με ρωτούσε τι συνέβη, αν έγινε τίποτα στην δουλειά, αν είμαι καλά στην υγεία μου. Δε νομίζω να της απάντησα κάτι, απλά την αγνόησα.
Αυτό το ηλίθιο σφίξιμο στο στομάχι που σε κάνει να θες να γονατίσεις απ᾽ τον πόνο και σ᾽ αποτρέπει απ᾽ το να φας το οτιδήποτε, το ξέρεις; Ε, ναι! Κάπως έτσι ένιωθα.
Σε συνάντησα ξανά τυχαία σε μία κοινή παρέα ενός φίλου. Με θυμόσουν. Χαμογέλασες και πάλι. Σαν μικρό αγοράκι που συναντά τον πρώτο έρωτα της ζωής σου πέταξα ένα χαζό αστείο. Ξαναγέλασες.
Και η μέρα κύλησε σαν νεράκι.
Λέγαμε για το παρελθόν μας, για τη δουλειά μας, για τα όνειρά μας. Οι γύρω μάς έβλεπαν περίεργα αλλά εμένα δε με ένοιαζε. Εκείνη την στιγμή, σ᾽ αυτήν τη φωτογραφίας της ζωής μας, υπήρχες εσύ κι εγώ. Τα «κλικ» στην μηχανή δεν σταματούσαν να χτυπάνε.
Ένιωθα πραγματικά χαμένος με ό,τι συνέβαινε. Η κοπέλα μου με ρωτούσε αν υπάρχει άλλη κι απειλούσε πως θα φύγει και δε θα την ξαναδώ.
Μπορεί και να της απάντησα κάτι, αλλά νομίζω πως το βράδυ που έφυγε δεν τ᾽ αντιλήφθηκα καν. Ήξερα πως αυτό που άλλαζε πάνω μου θα ήταν οριστικό κι αμετάκλητο. Πως θα παρέσερνε τα πάντα σαν καταρράχτης, ρίχνοντάς τα στο νερό. Κι όσοι ξέρουν να κολυμπούν, θα σωθούν.
Ξέρεις τι άλλο δε θα ξεχάσω ποτέ μου βέβαια, έτσι; Εκείνο το βράδυ στο κλαμπάκι. Βγήκαμε για τα γενέθλιά σου. Μεγάλη παρέα. Για μένα υπήρχες μόνο εσύ και τ᾽ αστείρευτο γέλιο σου που κρατούσε όλο το βράδυ.
Τα ποτά φεύγανε το ένα μετά το άλλο και λίγο η ζαλάδα, λίγο η μουσική, σε τράβηξα να χορέψουμε.
Δεν ξέρω τι σκεφτόσουν, δεν ξέρω αν απλά παρασύρθηκες, πάντως δεν αντέδρασες. Εκεί, περιτριγυρισμένοι από άγνωστο κόσμο, κάτω απ᾽ τα φώτα του μαγαζιού και μέσα στο αποκορύφωμα της μουσικής, σε φίλησα.
Στην αρχή δειλά, μετά παθιασμένα. Κανείς δεν τραβούσε φωτογραφία, κανείς δεν κρατούσε τη μηχανή. Αυτή η εικόνα δεν θα έφευγε ποτέ απ᾽ το μυαλό μου.
Τρόμαξες. Μ᾽ έσπρωξες απαλά, γύρισες πλάτη κι έφυγες. Απέμεινα να κοιτάω το κενό για ώρα. Έφυγα χωρίς να μιλήσω σε κανέναν.
Δε σου έστειλα μήνυμα, δε σε πήρα τηλέφωνο. Ήξερα πως δεν έπρεπε. Ήξερα πως ξεπέρασα τα όρια. Αλλά, αγάπη μου, πραγματικά, ήσουν και είσαι ό,τι καλύτερο μου είχε συμβεί ποτέ.
Δε με ένοιαζε καθόλου που ερωτεύτηκα έναν άνδρα γιατί πάνω απ᾽ όλα ερωτεύτηκα έναν άνθρωπο. Κι εκείνο το φιλί που μου έδωσες ήταν ανθρώπινο. Και το λάτρεψα. Και το λατρεύω ακόμα.
Έμαθα πως μετά από χρόνια παντρεύτηκες κι έκανες οικογένεια. Χαίρομαι για εσένα στ᾽ αλήθεια. Δεν έχουμε ξαναμιλήσει από τότε γιατί σεβάστηκα την επιλογή σου.
Εμένα η ζωή μου δεν άλλαξε και πολύ. Δεν έχω ερωτευτεί άλλον από τότε, γυναίκα ή άνδρα. Δεν το επέτρεψε η καρδιά μου.
Έφτιαξα ένα μικρό κουτάκι, μάζεψα τις αναμνήσεις και τις εικόνες μας, το έκλεισα σφιχτά και το καταχώνιασα στο μυαλό μου. Μ᾽ αυτό πορεύομαι.
Είσαι και θα είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που μ᾽ εξύψωσε για λίγο στον ουρανό. Και είναι ωραία εκεί πάνω αγάπη μου.
Είναι ωραία.