«Δεν
προλαβαίνω, ποτέ δεν προλαβαίνω.»
Αυτό
τραγούδησαν οι Locomondo πριν χρόνια και
παίρνω όρκο πως εμένα είχαν στο μυαλό
τους. Εγώ κι ο χρόνος, ορκισμένοι εχθροί,
όχι μόνο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό
μου, αλλά από τη στιγμή της σύλληψης.
Ακόμα
και το ωάριο που συνέβαλε στη δημιουργία
μου δεν ήταν στην ώρα του. Είχε ξεχαστεί
στον καναπέ, να βλέπει ταινία του
Αγγελόπουλου. Τελευταία στιγμή έπεσε
σήμα ότι έρχονται επισκέπτες και δέησε
να ξεκουνηθεί. Και το σπερματοζωάριο
όμως, δεν ήταν σε καλύτερη μοίρα. Έχε
χάρη που και τα υπόλοιπα ήταν λίγο
αργόστροφα και χάθηκαν στη διαδρομή.
Έτσι, είχε άνεση χρόνου να εξερευνήσει
το χώρο, να αράξει λίγο και να φτάσει με
το πάσο του στο πολυπόθητο σημείο.
Καταχωρημένη πια η χρονοκαθυστέρηση
στο γενετικό μου υλικό, με σημάδεψε και
συνεχίζει να σημαδεύει κάθε μέρα της
πολυτάραχης ζωής μου.
Στην
κοιλιά της μάνας μου βολεύτηκα. Δεν
έλεγα να ξεκουνηθώ. Όσο κι αν αφουγκραζόμουν
το άγχος της κι όσο κι αν ήθελα να κάνω
την υπερπαραγωγική εμφάνισή μου. Από
«σε λίγο» σε «σε λίγο», απηύδησαν οι
άνθρωποι. Δεν το κατάλαβα ότι είχα
αργήσει τόσο. Μέχρι που με άρπαξαν και
με έβγαλαν έξω με το στανιό. Αντιστάθηκα
βέβαια. Δεν ήμουν ακόμα έτοιμη.
Έκτοτε,
δεν ήμουν και ποτέ έτοιμη. Δεν ένιωθα
ποτέ έτοιμη. Στα σχολικά μου χρόνια,
ποτέ δεν ήμουν έτοιμη να σηκωθώ από το
κρεβάτι. Τα μαλλιά μου πάντα πετούσαν
και δεν έλεγαν να στρώσουν με τίποτα.
Το γάλα μου ήταν πάντα αρκετά ζεστό κι
έπρεπε να περιμένω να κρυώσει. Πριν το
χύσω στο νεροχύτη. Γιατί ποτέ δε μου
άρεσε το γάλα. Ήταν κι αυτό το καταραμένο
ψιλικατζίδικο που είχε ένα σωρό κάρτες
κι αυτοκολλητάκια της εποχής. Να μη ρίξω
μια ματιά; Αμαρτία.
Αυτά
στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Γιατί
στο λύκειο είχα άλλα θέματα. Έπρεπε να
τελειοποιήσω μακιγιάζ και ντύσιμο και
να προλάβω να πιω μια γουλιά καφέ και
να κάνω ένα τσιγάρο. Να ξυπνήσω, βρε
αδερφέ. Πώς θα καταλάβαινα το μάθημα
μισοκοιμισμένη; Άσε που ξυπνούσα αρκετά
νωρίτερα. Είχα χρόνο. Ή μήπως τελικά
όχι; Μάλλον όχι. Γιατί τελικά, ποτέ δεν
παρακολούθησα πρώτη ώρα. Ενίοτε και
δεύτερη. Ακόμα κι όταν κινδύνεψα να
μείνω στην ίδια τάξη λόγω απουσιών, δεν
πήρα τα χαμπάρια μου. Έπρεπε να νιώθω
έτοιμη.
Τα
χρόνια πέρασαν και φτάσαμε στη συναρπαστική
εποχή των ραντεβού. Τι κι αν είχα ραντεβού
στις εννιά; Τι κι αν ξεκινούσα αργά και
βασανιστικά την προετοιμασία από τις
πέντε; Μέχρι να κουνήσω το ένα πόδι μου,
βρωμούσε το άλλο. Πέντε λεπτά πριν την
ώρα της συνάντησης, εγώ ήμουν ακόμα στο
μπάνιο. Το τηλέφωνο κουδούνιζε αδιάκοπα.
Πηδούσα έξω από το μπάνιο με ένα σάλτο.
Το σήκωνα κι αφού ενημέρωνα ότι είμαι
στο ταξί, το απενεργοποιούσα βιαστικά.
Σκούπιζα γρήγορα τις σαπουνάδες που
είχαν ξεμείνει πάνω μου και έτρεχα να
ντυθώ.
Τελικά, κατέληγα με eye liner
καρδιογράφημα και μισοσιδερωμένα
ρούχα, να τρέχω στο δρόμο με το κραγιόν
στο χέρι, ενώ παράλληλα προσπαθούσα να
δέσω τα κορδόνια μου, να βάλω κολώνια
και να τσεκάρω ότι στην τσάντα μου ότι
υπάρχουν τα απαραίτητα. Λεφτά, κινητό,
κλειδιά. Κλειδιά. Φτου σου. Πάλι τα
ξέχασα.
Και πάλι πίσω σπίτι. Όπου
συνειδητοποιούσα ότι η μπλούζα που
φόρεσα δεν είναι η κατάλληλη για την
περίσταση. Δοκίμαζα άλλες δυο, ενώ έτρεχα
σαν την τρελή και φώναζα πως πάλι έχω
αργήσει. Και τελικά κατέληγα σε αυτήν
που ήδη φορούσα.
Έφευγα
τρέχοντας κι έφτανα στο ραντεβού μου
με τουλάχιστον μία ώρα καθυστέρηση.
Ξέχασα να αναφέρω πως τα κλειδιά τελικά
δεν τα πήρα. Κι ότι ποτέ κανείς δεν έφυγε
από το σημείο συνάντησης, επειδή είχα
αργήσει. Πάντα είχα τη σωστή δικαιολογία,
στη σωστή στιγμή. Θα μπορούσα να τους
κάνω να μου ζητήσουν και συγγνώμη.
Ο
μεγαλύτερος εφιάλτης για μένα είναι τα
ταξίδια. Πάντα μένω άυπνη το βράδυ πριν
ταξιδέψω. Παρόλα αυτά, καταλήγω να κάνω
βαλίτσα μία ώρα πριν το ταξίδι χώνοντας
μέσα ότι βρω μπροστά μου. Κι αν ταξιδεύω
οδικώς, όλα καλά. Τα αεροπορικά μου
ταξίδια είναι βασανιστήριο.
Έχω χάσει την πτήση μου ήδη δύο φορές,
λόγω «λάθος υπολογισμού». Ναι. Είμαι η
τρελή στο αεροδρόμιο που βρίζει δυνατά
την εταιρεία της, ενώ
τρέχει σέρνοντας τσάντα, χειραποσκευή,
ένα φουλάρι, το παιδί της, το λάπτοπ κι
ένα βρακί που ξέχασε να βάλει στη βαλίτσα.
Τη
σήμερον ημέρα, μάνα πια, συνεχίζω να
αργώ πάντα και σε όλα. Έστω πέντε λεπτά.
Πέντε λεπτά αρκούν να με κάνουν να νιώσω
καλύτερα. Να ικανοποιήσω την ανάγκη μου
για αργοπορία, που όπως είπαμε είναι
ζήτημα γονιδιακό. Το παιδί μου, με
κυνηγάει μονίμως φωνάζοντας «άντε
μαμά, άντε». Αυτό κάνει και τώρα που
θέλει να τον πάω βόλτα.
«Δυο
λεπτά μωρό μου, να τελειώσω το άρθρο
μου». Το οποίο για του λόγου το αληθές,
έπρεπε να έχω παραδώσει χθές.