Θα
σας πω κάτι για μένα. Λατρεύω τις λίστες.
Οι αγαπημένες μου λίστες είναι αυτές
που τοποθετούν τα γεγονότα της ζωής μου
σε τρεις κατηγορίες: άδικα, δίκαια, τύχη.
Ξεκινάμε
με τα άδικα: Ορφανή από πέντε ετών λόγω
ατυχήματος. Η γνωριμία μας. Τέλος λίστας.
Ύστερα
με τα δίκαια. Οι σπουδές μου στη λογοτεχνία
και η καταξίωσή
μου στον τομέα. Τέλος λίστας. Τέλος, ο
παράγοντας χι,
η φιλοσοφική διάσταση των πραγμάτων. Η
λίστα της τύχης. Πρώτο στη λίστα έρχεται
το ταλέντο μου στη ζωγραφική. Δεύτερο
και τελευταίο, η γνωριμία μας.
Πάλεψα
από μικρό κορίτσι, βλέπετε. Πάλεψα να
μην κλάψω όταν κοίταξα τα δίδυμα φέρετρα
στο μικρό εκκλησάκι. Πάλεψα να φανώ ότι
δε μου έλειπε που δεν πρόλαβα να φτιάξω
κάρτα για τη γιορτή της μητέρας. Πάλεψα
με την αδυναμία που ένιωσα όταν μια
σκύλα με είπε «μπάσταρδη»
στην πρώτη λυκείου.
«Υπομονή»,
έλεγα στον εαυτό μου και κρατούσα το
κεφάλι πεισματικά ψηλά.
Αλλά
ένα νόμισμα έχει πάντα δύο πλευρές.
Τα κατάφερα πολύ καλά στις σπουδές μου,
ύστερα από πολύ προσωπικό μόχθο και
τρομερή προσήλωση. Έκανα
και μία πολύ στενή φίλη. Δούλεψα και
αγόρασα και σπίτι και αυτοκίνητο. Όλα
μόνη μου και στο όνομά μου. Το κουκλόσπιτό
μου. Δεν ήθελα τίποτα άλλο.
Ειλικρινά,
ακριβώς τη στιγμή που κατέβαινα τις
κυλιόμενες και σκεφτόμουν πόσο όμορφα
είχα φτιάξει τη ζωή μου και ότι στα
εικοσιέξι μου χρόνια ήμουν αυτάρκης
και ευτυχισμένη, έπεσα πάνω σου και και
εσύ έπεσες σχεδόν έναν
όροφο. Τότε, μαζί με το δεξί σου χέρι
έκανες θρύψαλα και την όμορφη ζωή μου
με τις απόλυτα οργανωμένες λίστες της.
Δεν ξέρω αν ήταν έρωτας με την πρώτη
ματιά, δεν ξέρω αν ήταν καν έρωτας. Για
μένα που καταλαβαίνω έτσι τον κόσμο,
στο πονεμένο βλέμμα σου βρήκα μια νέα
προτεραιότητα. έναν παράγοντα που έθετε
τις επιλογές μου υπό νέο πρίσμα, που με
ανάγκασε να βάλω το όνομά σου πρώτο σε
κάθε λίστα. Για το γαμώτο, να σας πω
ότι διόλου αυτό το συναίσθημα δεν έμοιαζε
με πεταλούδες στο στομάχι. Έμοιαζε με
πυρετό.
Τελικά
όμως η πολλή λογοτεχνία κάτι πέρασε
στον οργανισμό μου και απέδωσε σε μορφή
μιας ιδέας. Είχα αδικηθεί
πολύ ως παιδί. Άρα το σύμπαν συνωμότησε
ώστε πλέον να δώσει ένα θετικό πρόσημο
καθώς παλιότερα είχε δώσει το αρνητικό.
Φυσικά έκανα λάθος. Στη πραγματικότητα
αυτό που συνέβη ήταν ότι
η «αγάπη»
μου για σένα ήταν μόνο ένα μέσο για μένα
ώστε να καταλάβω μια
πικρή, σκληρή και αδυσώπητη
αλήθεια: ήμουν ανάπηρη. Όχι
στο σώμα, ή στο μυαλό αλλά εδώ, μέσα στο
κλουβί που έχω για πλευρά, δε φυλάκιζα
κανένα όνειρο, κανένα αίσθημα, κανέναν
άνθρωπο. Δε διέθετα, καλοί μου άνθρωποι,
καμία καρδιά.
Εσύ
αντιθέτως, πέρα απο τη δική σου, είχες
πολλές καρδιές κλεμμένες και προσεκτικά
τοποθετημένες στο στήθος σου. Ήσουν
τόσο αγαπητός και δικαιολογημένα. Ήσουν
το καλό παιδί. Δεν είχες πολλές απαιτήσεις.
Δεν κυνηγούσες χίμαιρες.
Αγαπούσες τον ήλιο, όσο
ακριβώς και το φεγγάρι. Αγάπησες και
μένα. Μου φάνηκες τρελός αλλά γιατί
όχι; Γιατί να μην αγαπηθώ; Με αυτή την
ψυχρή εγωίστρια πήγες και έμπλεξες.
Κάθε
φορά που μου έλεγες ότι με αγαπάς, σε
φιλούσα για να μην απαντήσω. Κάθε φορά
που μου ζητούσες επιβεβαίωση, που
πηγαίναμε να τσακωθούμε, τελικά κάναμε
σεξ και τραβούσα αλλού την προσοχή σου.
Και για κανα χρόνο πέτυχε η συνταγή,
γιατί ήσουν τόσο καλός άνθρωπος, πανάθεμα
σε, και είχες πίστη σε εμένα. Κι εγω
μωρέ, μην με κριτικάρετε έτσι, κι εγώ
τον πρόσεχα. Τον φρόντιζα σαν να ήταν
το πιο πολύτιμο και ακριβό πράγμα στον
κόσμο. Του έκανα όλα τα χατίρια εκτός
από ένα. Γιατί πώς
να βρείς μια καρδιά όταν δεν έχεις;
Και μιλάω αλληγορικά, μην ακούσω για
μεταμόσχευση από εσάς με
το κακό χιούμορ. Έχω όμως και απάντηση
στο ερώτημα που έθεσα. Πώς βρίσκεις
μια καρδιά όταν δεν έχεις; Τη γεννάς.
Ναι, ναι.
Η
καρδία μου γεννήθηκε ένα γκρίζο, μουντό,
φθινοπωρινό απόγευμα. Το απόγευμα που,
χωρίς πολλές ευγένειες, μου είπες πως
σιχάθηκες να είσαι με ένα ρομπότ και
σηκώθηκες κι έφυγες. Θυμάμαι να κοιτάζω
τη κλειστή πόρτα και να προσπαθώ να
συλλάβω το νόημα που άρχισε να αποκαλύπτεται
μπροστά στα μάτια μου. Σαν να το ήξερα
πάντα, αλλά το είχα ξεχάσει. Η καρδιά
μου ήρθε στον κόσμο με ένα ουρλιαχτό
που έμοιαζε να σκίζει τον λαιμό μου στα
δύο.
Έκλαψα
πολύ τότε, για τον μπαμπά μου και για
την μαμά μου και για εμένα και για σένα.
Έκλαψα μέχρι που κοιμήθηκα και ξύπνησα
πιο ζωντανή από ποτέ. Και πιο πονεμένη.
Άσε που δέν θυμάμαι πια πώς φτιαχνονται
οι ρημάδες οι λίστες. Ούτε
στο σούπερ μάρκετ δεν πάω, χωρίς να
χαωθώ.
Τέλος
πάντων, δεν θα σε κυνηγήσω,
γιατί ηλικιακά δεν ταιριάζουμε. Η
δικιά σου η καρδιά είναι βασίλισσα αλλά
η δική μου κάνει τα πρώτα της βήματα.
Ήθελα μόνο να σου πω (και να σας πω) την
τελευταία μου λίστα, αυτή που εξηγεί τα
πράγματα που θα ήθελα να ξέρεις για
εμένα:
Πρώτον,
δεν ψάχνω πια παυσίπονα για τα αισθήματά
μου. Φοβάμαι πως μπορεί να τα σκοτώσω
ξανά.
Δεύτερο
και τελευταίο: Τώρα, ξέρω πώς
είναι να ουρλιάζεις και να μη
σε ακούει κανείς.