Λύκειο. Ήμουν δεν ήμουν δεκαεπτά, δεκαοκτώ ετών. Ήθελα να δώσω πανελλήνιες και να περάσω σε σχολή ψυχολογίας. Είχε κλειδώσει μέσα μου η ιδέα: ήθελα να γίνω ψυχολόγος, ώστε να βοηθήσω τον κόσμο να γίνει καλύτερος ή μάλλον η καλύτερη δυνατή εκδοχή του.
Είχα κιόλας αισθανθεί στο πετσί μου πόσο μπορεί να υποφέρει ένας άνθρωπος, απλά και μόνο επειδή κάποιος άλλος δεν έχει λάβει τη βοήθεια που χρειάζεται, ώστε να λύσει τα θέματά του – για το καλό του ίδιου μα και των γύρω του.
Είχα νιώσει μέχρι το μεδούλι πώς είναι να αποκτάς εσύ δικά σου θέματα – ναι, ψυχολογικά – και να φλερτάρεις επικίνδυνα με την χειρότερη εκδοχή του εαυτού σου. Είχα δει με τα μάτια μου άνθρωπο να βασανίζει, μα και να βασανίζεται, εξαιτίας των δικών του τραυμάτων. Ζούσα για καιρό μέσα σ’ αυτόν το φαύλο κύκλο.
Είχα μπροστά μου ολοζώντανο ένα παράδειγμα προσωπικότητας προς αποφυγήν – τουλάχιστον αυτό το έβλεπα ήδη καθαρά – και τρόμαζα στην ιδέα πως ίσως κάποτε του μοιάσω, και φτάσω να βασανίζω άλλους ή να συνεχίσω εγώ να υποφέρω εξαιτίας του. Ήξερα πως έπρεπε να σπάσω τον κύκλο του τραύματος, αλλά πρώτα έπρεπε να αναγνωρίσω και να κλείσω τις δικές μου πληγές.
Η ειρωνεία είναι πως, όταν χτύπησα για πρώτη φορά την πόρτα της ψυχολόγου, πήγα από περιέργεια· απλώς να δω πώς είναι μια συνεδρία, αφού είχα αποφασίσει πως κι εγώ ψυχολόγος ήθελα να σπουδάσω.
Χρόνια μετά, φυσικά, συνειδητοποίησα πως αυτό ήταν μονάχα το πρόσχημα της επίσκεψης, το περιτύλιγμα, αφού κατά βάθος ήξερα πολύ καλά πως ο πραγματικός λόγος ήταν η ανάγκη μου για βοήθεια. Κι αυτό, όπως έδειξε η ιστορία, ήταν το πρώτο βήμα που έκανα προς τη φροντίδα του εαυτού μου. Ήταν εκείνη η μέρα, η στιγμή που πήρα την ευθύνη να βγω από τη λούπα που, όπως το χαμστεράκι στη ρόδα, είχα κολλήσει για χρόνια.
Για τις περισσότερες ενέργειες κι αποφάσεις στη ζωή μου η διαδικασία είναι έρευνα-ξεψείρισμα σε συνδυασμό με ένστικτο-διαίσθηση (όπως θες πες το). Βρίσκω τα δεδομένα, κάπως τα ζυγίζω κι αναλόγως αποφασίζω. Συνήθως – αν όχι πάντα – σε καλό μου βγαίνει. Έτσι και τότε.
Χωρίς κάποια σύσταση και χωρίς καν να το γνωρίζει κανείς από το περιβάλλον μου, έφτασα στο κατώφλι της ψυχολόγου, η οποία στην πορεία με σύστησε στη νέα μου φίλη, την ψυχοθεραπεία. Ήμουν πολύ τυχερή. Ναι, με τον πρώτο άνθρωπο, από την πρώτη επίσκεψη. Ένιωσα ασφάλεια. Και στον χώρο, και με το άτομο απέναντι μου, παρότι σπάνια έως ποτέ μέχρι τότε δεν ένιωθα άνετα σε άγνωστο περιβάλλον και με άγνωστα άτομα.
Κάθε αρχή την έβλεπα δύσκολη, βουνό. Κι όμως, εκεί, κάπως «κούμπωσα». Μόνο στην κουβέντα δεν ένιωσα εντελώς άνετα. Εσωστρεφής γαρ, πώς να ανοίξω συζήτηση και τι να (πρωτο)πω; Με το τσιγκέλι έβγαιναν οι κουβέντες. Δε θυμάμαι καθόλου τι είπαμε σε εκείνη την πρώτη (όπως απεδείχθη) συνάντηση. Θυμάμαι όμως πως έφυγα με ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Σαν να ξεπέρασα το πρώτο εμπόδιο. Σαν να ανέβηκα το πρώτο σκαλάκι, να έφτασα ένα πρώτο milestone.
Ήταν πολύ νωρίς για συμπεράσματα, αλλά ένιωσα μια μικρή δόση περηφάνιας για αυτό που μόλις έκανα μόνη μου, αφού κατά βάθος ήξερα πως έκανα το πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αυτή της αυτοφροντίδας· εκείνης που αργότερα θα μάθαινα ως ψυχοθεραπεία.
Μεγάλο ταξίδι. Με βήματα μπρος-πίσω, σκαμπανεβάσματα, φουρτούνες, συνέπεια, παύσεις, αμφιβολίες, αυτοκριτική, διάλειμμα. Και ξανά πίσω στη συνέπεια, πίσω σε εκείνη την πολυθρόνα, στην οποία πότε βούλιαζα και πότε κούρνιαζα. Πόσα τσιρότα που επιτέλους τράβηξα, δάκρυα, παραδοχές, απαντήσεις, συνειδητοποιήσεις που με χτύπησαν κατακούτελα, επούλωση, ανάπλαση, εξέλιξη, πρόοδος, εξυγίανση.
Σταματούσα.
Μα επέστρεφα. Και συνέχιζα ξανά.
Φοβόμουν.
Τρόμαζα.
Δεν ήξερα τι άλλο έπρεπε να αντιμετωπίσω. Τον εαυτό μου; Το παρελθόν μου; Τις συνέπειες; Άρχισα να αλλάζω οπτική. Τον εαυτό μου όφειλα να τον αντικρίσω καλύτερα. Να τον αγκαλιάσω περισσότερο. Και να αναλάβω την ευθύνη που μου αναλογούσε.
Όπως μου είχε πει κι η ψυχολόγος μου, είχα πολύ θυμό μέσα μου. Μου έφταιγαν πολλά άτομα για όσα είχα βιώσει. Κι ήταν αλήθεια. Είχαν μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Όμως αυτό δεν είναι υγιές να το κουβαλά κανείς εσαεί και να το κάνει καραμέλα τύπου «έτσι μεγάλωσα, έτσι είμαι κι άμα σ’αρέσω· take it or leave it δηλαδή». Το μεγάλο βήμα είναι να δεις πού ξεκινάει η δική σου ευθύνη: για το στοπ, το όριο, την αλλαγή και τελικά την ίαση.
Κι αυτός ο άνθρωπος, αυτή η ψυχολόγος, με βοηθούσε σταθερά επί σειρά ετών.
Να με δω. Καλύτερα.
Να με αγκαλιάσω. Σφιχτά.
Να με συγχωρήσω. Ένα βήμα τη φορά.
Να με αγαπήσω. Ξανά.
Να με γιατρέψω. Από όλα τα παλιά, ώστε να το κάνω σωστότερα, όταν θα χρειαστεί ξανά. Βούτηξα βαθιά στην κατάθλιψη. Κοπιάσαμε, μα βγήκα.
Ξαναβούτηξα. Όχι τόσο βαθιά εκείνη τη φορά. Ξαναβγήκα στην επιφάνεια. Πιο σύντομα εκείνη τη φορά, πιο ανώδυνα.
Όχι, δε μου έδωσε τις απαντήσεις. Με οδήγησε σε εκείνες.
Δε μου έδειξε το δρόμο. Μου πρόσφερε τα εφόδια, την πυξίδα.
Μ’ έμαθε να συγχωρώ. Όσους με πλήγωσαν βαθιά, μα πρωτίστως τον ίδιο μου τον εαυτό.
Να κάνω εποικοδομητική αυτοκριτική όχι αυτομαστίγωμα.
Να με αντικρίζω στον καθρέπτη και να βλέπω εμένα, όχι μόνο το παρελθόν μου, τα τραύματα ή το «τέρας» που φοβόμουν να μη γίνω.
Ναι, όλα αυτά είναι κομμάτια του παζλ της ζωής μου. Ένα μωσαϊκό από εμπειρίες, βιώματα και συναισθήματα. Τα έζησα, τα άντεξα, τα αγκάλιασα. Και συνέχισα. Με τα πάνω και τα κάτω μου.
Μέχρι και σήμερα.
Σήμερα που έμαθα πως αυτός ο άνθρωπος, αυτή η γυναίκα που τόσο με βοήθησε για σχεδόν δύο δεκαετίες της ζωής μου, έφυγε νωρίς, δε ζει πια. Ένας υπέροχος, ζεστός άνθρωπος που με γνώρισε με τα σκοτάδια και τους δαίμονές μου, και με έμαθε να βγαίνω στο φως. Ξανά και ξανά. Μετά από κάθε σκοτάδι. Να βρίσκω το δρόμο μου ξανά, αλλά να απολαμβάνω και την όποια… περιπλάνηση.
Της είχα πει κάποτε πως δεν άντεχα άλλο, πως την απεχθανόμουν βαθιά την πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα, γιατί εκεί είχα φτάσει να μετράω πια κυρίως τραύματα κι απώλειες. Γνωρίζοντάς με μες τα χρόνια, είχε εμπεδώσει την αγάπη (και την ανάγκη) μου για το φευγιό, τα ταξίδια και τις περιπλανήσεις. Γι’αυτό και με συμβούλευσε να αρχίσω να βλέπω την πόλη μου με τα μάτια της ταξιδιώτισσας. Να την περπατώ και να την εξερευνώ σαν έναν ακόμα ταξιδιωτικό μου προορισμό.
Είχε δίκιο.
Αφότου εφάρμοσα τη συμβουλή της, ξεκίνησα να βλέπω περισσότερη ομορφιά, νέους ανθρώπους, νέες προοπτικές. Ίσως, γιατί παράλληλα θεραπευόμουν, θα μου πεις. Πάντως, άρχισα να «ξορκίζω το κακό» που επί χρόνια έσερνα μαζί μου σαν βαρίδι. Χάζευα γύρω μου περισσότερο. Κοίταζα ψηλά συχνότερα. Σταμάτησα να σέρνω το βήμα μου και να κοιτάω χαμηλά με εκείνο το ασήκωτο αίσθημα παραίτησης στους ώμους. Ε, και κάπως έτσι, σταδιακά έμαθα να εντοπίζω το φως.
Για αυτά και άλλα τόσα, της είμαι απεριόριστα ευγνώμων. Της το είχα πει άλλωστε κι από κοντά, τότε που πρώτα μ’ εκείνη μοιράστηκα τα σχέδιά μου για τη μεγάλη μου «απόδραση» από τη γενέτειρά μου, αρκετό καιρό προτού ανοίξω τα φτερά μου για μια νέα αρχή, μια νέα ζωή εδώ στην Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να ’χα την ευκαιρία να της το ξαναπώ. Να την ευχαριστήσω. Δυστυχώς όμως δεν πρόλαβα.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο κύκλος της ψυχοθεραπείας μου έκλεισε όμορφα. Με πρόσημο θετικό, χαμόγελα, αγκαλιές, συγκίνηση και εγκάρδιες ευχές για μια καλή νέα ζωή, όπως ήξερε πόσο πολύ την είχα ανάγκη. Άλλωστε είχα κοπιάσει μες τα χρόνια. Το ήξερε καλά.
Άλλαξα πόλη, κάπως χαθήκαμε. Life happened. Εγώ ψυχολόγος δεν έγινα. Μα είχα τη χαρά και την τύχη να ανταμώσω και να «κουμπώσω» με την ψυχολόγο που χρειαζόμουν.
Εύχομαι από καρδιάς να είχε αντιληφθεί τι είχε προσφέρει και το καλό που είχε κάνει σε τόσο πολύ κόσμο. Κι ελπίζω να ’ναι γαλήνια σε αυτό το αλλιώτικο, δικό της ταξίδι… εκεί, στο φως.
*Για την Ιωάννα. 🕊️🤍