Το
ραδιόφωνο ήταν ο τοίχος ανακοινώσεων
της εποχής μου.
Αν
και τους τελευταίους έξι μήνες ζω και
βασιλεύω -σύμφωνα με την άποψη των φίλων
και συγγενών μου- στην Αμερική, ποτέ δε
θα ξεχάσω τα χρόνια που έζησα και μεγάλωσα
στην Αθήνα. Και αν κάτι παραμείνει
χαραγμένο στην μνήμη μου για πάντα,
είναι η δεκαετία του ’90, ή αλλιώς τα
χρόνια μου στο γυμνάσιο και το λύκειο.
Τότε
που το ίντερνετ ήταν αργό σαν χελώνα,
προνόμιο των δημόσιων υπηρεσιών και
των όσων πλουσίων μπορούσαν να πληρώσουν
έναν υπολογιστή. Τότε που, Facebook ήταν
τα πηγαδάκια στο σχολικό προαύλιο κι ο
τοίχος στις τουαλέτες και ο καθημερινός
«καφές» μας ήταν στο σπίτι κάποιου
φίλου, ή στο γήπεδο παίζοντας ποδόσφαιρο
και μπάσκετ. Τότε που, αν θέλαμε να
εκφράσουμε τα οποιαδήποτε συναισθήματα
μας για κάποιο κορίτσι ή φίλο μας,
αφιερώναμε ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο.
Και για μένα, τον Χρήστο πριν από δεκαεπτά
χρόνια, η μουσική ήταν πάντα ο προτιμότερος
τρόπος να εκφραστώ, και ο σταθμός που
θα αφιέρωνα ήταν πάντα ο Ατλαντίς.
Η
πρώτη φορά που συντονίστηκα με τον
Ατλαντίς ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ
του 1998. Θυμάμαι να έχω αϋπνίες,
καθημερινότητα της εφηβείας μου, και
να προσπαθώ να διαβάσω τη «Λάμψη» του
Κινγκ, χωρίς να με διακόψει κάποιο από
τα αδέρφια μου –καθώς κοιμόμαστε στο
ίδιο δωμάτιο. Το τραγούδι που με έκανε
να σταματήσω σε εκείνον τον σταθμό ήταν
το One,
από
τους Metallica.
Φυσικά, μόλις το άκουσα πάτησα το κουμπί
εγγραφής, αγνοώντας το ότι διέγραφα την
αγαπημένη συλλογή της μητέρας μου από
τραγούδια του Βοσκόπουλου -κάτι το οποίο
μου υπενθυμίζει μέχρι και σήμερα.
Παρουσιαστής
της εκπομπής δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος
ήταν, αλλά αυτό που μου είχε κάνει
εντύπωση ήταν η λεπτή και βραχνή χροιά
της φωνής του. Ειρωνευόταν τους
παρουσιαστές νωρίτερα, κάνοντας μιας
πρώιμης μορφής «troll-αρίσματος»
για τον τρόπο που χειρίζονταν την
κονσόλα. Κάποια στιγμή τον άκουσα να
λέει πως κάποιος θέλει να κάνει αφιέρωση
«στον αέρα». Έως τότε γνώριζα για τις
αφιερώσεις, αλλά δεν είχα ακούσει ξανά
κάποιον να βγαίνει «ζωντανά» στο
ραδιόφωνο και να αφιερώνει. Αν δεν κάνω
λάθος, ήταν ο Γιάννης από το Κερατσίνι,
ο οποίος αφιέρωνε το «Don’t you cry
tonight» από Guns
and Roses στην Έλενα, το μωράκι
του.
Μιας
και δεν είχαμε κινητά, ιντερνέτ, και δεν
μπορούσαμε να καλέσουμε το σταθερό
κάποιου μετά τις 11 το βράδυ, περίμενα
να μιλήσω για αυτή την εμπειρία, με τους
φίλους μου την επόμενη μέρα στο σχολείο.
Η παρέα μου, όπως ήταν αναμενόμενο,
γέλασε μαζί μου, καθώς όλοι γνώριζαν
την ύπαρξη του σταθμού –αν και ακόμα
πιστεύω πως κάποιοι είχαν προσποιηθεί
πως γνώριζαν, για να μη γίνουν περίγελος
επίσης. Από εκείνη την μέρα, και κάθε
μέρα αφιέρωνα κάθε βράδυ στην παρέα
μου, το ίδιο τραγούδι, το Kashmir των
Led Zeppelin. Δε θα ξεχάσω μια
φάρσα που είχε κάνει ένας πολύ καλός
μου φίλος, σε μια από τις μεσημεριανές
εκπομπές, όταν είχε αφιερώσει το «Δε
χωράς πουθενά» από τις Τρύπες, στο
γεννητικό όργανό του, ή όταν για πρώτη
φορά μια κοπέλα αφιέρωνε σε μένα το All
my Love από τους Led Zeppelin.
O
George Bernard Shaw, είχε πει πως το
μεγαλύτερο πρόβλημα με την ανθρώπινη
επικοινωνία, είναι η ψευδαίσθηση πως
υφίσταται.
Για
όσους μεγαλώσαμε την εποχή που δεν
υπήρχε διαδεδομένο ίντερνετ, η επικοινωνία
είχε διαφορετική μορφή. Ήταν ένα
ραδιόφωνο, ένα γήπεδο, ένα βιβλίο και
πολλά άλλα πράγματα, που σήμερα έχουν
αντικατασταθεί από μια οθόνη. Δεν είμαι
ενάντια στην εξέλιξη, και ούτε θα βρεθώ
ποτέ ενάντια σε οτιδήποτε καινούργιο
προσφέρει, αλλά θα πω το εξής: περάσαμε
πολύ πιο όμορφα όταν η γνώση δε σερβίρονταν
στο πιάτο, αλλά την κυνηγούσαμε.
Γι αυτό,
προτείνω να βγούμε στα ραδιόφωνα και
να αφήσουμε τη φωνή μας να ακουστεί, και
όχι να επικοινωνούμε με απλά, χωρίς
συναίσθημα μηνύματα. Να αφιερώσουμε
τραγούδια και ποιήματα, και να υποσχεθούμε
στον εαυτό μας πως όσο και να αλλάζει ο
κόσμος γύρω μας, θα παραμείνουμε άνθρωποι.