Μπήκαμε στον Σεπτέμβρη. Ξέρεις ότι σε μια βδομάδα παίρνεις άδεια. Βασικά δεν το
ξέρεις, απλά το υποθέτεις γιατί δεν σου απάντησαν ποτέ θετικά ή αρνητικά,
άρα…παίρνεις. Η ευκαιρία για ηρεμία και ξεκούραση είναι μπροστά σου.
Φέτος έχεις λύσει το μεγαλύτερο
πρόβλημα του καλοκαιριού, το οποίο το αντιμετωπίζεις κάθε χρόνο.
Δε θα πας στη θάλασσα. Άρα θα ξεκουραστείς πραγματικά.
Είσαι τυχερός που οι φίλοι σου
απεχθάνονται τη θάλασσα. Εκτός βέβαια αν είναι κάτω από τη σκιά τριών δέντρων
ταυτόχρονα πίνοντας μπίρες, τρώγοντας μπριζόλες κι ενώ χαζεύουν κώλους με brazilian.
Δεν έχει νόημα να πας στη θάλασσα
για άλλο λόγο, εκτός αν σου αρέσει να βιώσεις την εμπειρία που ζει το αρνί το
Πάσχα, στριφογυρίζοντας ενώ σε ψήνει η φωτιά του ήλιου πασαλειμμένος με λάδι.
Είναι ακριβώς το ίδιο με τη διαφορά ότι δε σε τρώει κάποιος μετά.
Συνεπώς, η απόφαση φέτος να πας
στο χωριό σου και νʾ αράξεις φάνηκε συνετή απόφαση -ό,τι καλύτερο είχες να
περιμένεις φέτος.
Έφτασε επιτέλους η μέρα που
φεύγεις από τη δουλειά, κάνοντας πανηγυρικό χορό στην είσοδο. Κάτι σαν Ινδιάνος
που προσπαθεί να φέρει το χορό της βροχής.
Μετά από τη διαδρομή που ήταν τέσσερις
ώρες μέσα στον ήλιο -στις οποίες λόγω του air–conditionέβαλες βενζίνη δύο φορές- έφτασες.
Βλέπεις μια γέφυρα η οποία όχι
μόνο αμάξι δεν φαινόταν να σηκώνει, αλλά ούτε γάιδαρο.
Ενώ τη διασχίζεις εκείνη τρίζει ολόκληρη. Βλέπεις όλη σου τη ζωή
να περνά μπροστά από τα μάτια σου.
Με τα πολλά φτάνεις στο
σπίτι στην άκρη του χωριού. Η ζέστη παρά τα δέντρα που υπάρχουν, είναι αφόρητη.
Γιαγιάδες, παππούδες είχαν πεθάνει από χρόνια. Άλλοι συγγενείς δεν υπήρχαν
κοντά -ευτυχώς.
Μπαίνοντας στο σπίτι πρέπει να
παλέψεις με μια ορδή από αράχνες, πουλιά και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί
κανείς. Ξέρεις, όμως, πως θα απομονωθείς και θα ηρεμήσεις.
Όταν καταφέρνεις επιτέλους νʾ
αντιμετωπίσεις τις ορδές των άγριων θηρίων και να κάνεις το σπίτι λίγο
κατοικήσιμο, συνειδητοποιείς πως δεν πιάνει 3G στο κινητό (φυσικά για 4G ούτε
λόγος).
Όχι ότι θέλεις βέβαια να κάνεις
check-in του στιλ «χαρούμενος στο χωριό» με φωτογραφία να χαμογελάς δίπλα σε
μια αγελάδα, αλλά μόλις κατάλαβες ότι δε θα έχεις Internet.
Αυτό ήταν βαρύ.
Όλον το χειμώνα μέσα στην πόλη σε
βομβάρδιζαν από παντού. Τηλέφωνα, notifications στο κινητό από διαφορετικά
chats. Μέχρι και ο γείτονας στο μπαλκόνι απέναντι σε καλημέριζε τα πρωινά.
Όσο ήσουν μέσα στο μάτι του
κυκλώνα, αισθανόσουν μόνος μέσα σε πέντε εκατομμύρια ανθρώπους.
Τώρα ήρθε η σκληρή
συνειδητοποίηση ότι είσαι πραγματικά μόνος.
Η ηρεμία που αισθάνεσαι τις πρώτες
ώρες που είσαι στο σπίτι, είναι πραγματικά ευτυχία. Κι ύστερα ξεκινά να σε ακολουθεί
το πιο περίεργο συναίσθημα: σου λείπει ο θόρυβος της κίνησης στο δρόμο, τον
οποίο και απεχθανόσουν όταν καθόσουν στο μπαλκόνι του σπιτιού σου. Σου λείπουν
το πιτσιρίκια που σου έσπαγαν τα νεύρα κάθε απόγευμα παίζοντας στον ακάλυπτο
της πολυκατοικίας.
Ξέφυγες απʾ όλα αυτά που σου
είχαν σπάσει τα νεύρα όλο το χειμώνα και τώρα τα αποζητάς (τελικά ο άνθρωπος
είναι το πιο ανώμαλο ζώο του πλανήτη).
Περιμένεις να ξημερώσει πρώτα -γιατί
το να οδηγήσεις στους δρόμους του χωριού νύχτα, χωρίς φώτα από κολώνες, είναι
σίγουρη αυτοκτονία – και ξεκινάς να γυρίσεις πίσω.
Μπαίνεις στο σπίτι σου κι ανάβεις
το φως. Μετά το air–condition. Αράζεις στον καναπέ.
Ακούς το διπλανό ζευγάρι να τσακώνεται. Από το δρόμο ακούγονται φορτηγά
λεωφορεία και μηχανάκια σε βαθμό που τρίζουν τα τζάμια. Χτυπάει το τηλέφωνο. Ο
απέναντι έχει βάλει πάλι τέρμα την τηλεόραση.
Δε σε νοιάζει.
Κλείνεις τα μάτια.
Χαμογελάς.