Γράφει ο Κώστας Φλώρος.
Ο Τάκας ζει ολομόναχος σαν ξωτικό αγρίμι στον Βάλτο, σ’ ένα καλύβι κάτω από μερικές τεράστιες ιτιές, μαζί με λίγες κότες, πέντε πρόβατα κι ένα τσοπανόσκυλο. Καλλιεργεί κι ένα μικρό περιφραγμένο λαχανόκηπο για να συμπληρώσει τη λιτή διατροφή του
Η όψη του είναι ολύμπια, η ομιλία του λιτή και κοφτή. Το ταλαιπωρημένο και ρυτιδιασμένο του πρόσωπο τού προσθέτει τουλάχιστον 10 επιπλέον χρόνια από τη πραγματική του ηλικία. Μοναχικός λύκος χωρίς ρεύμα, χωρίς τηλέφωνο. Μοιάζει να μην τον άγγιξε η εξέλιξη του τελευταίου μισού αιώνα.
Τον Τάκα θαρρώ ότι τον γνωρίζω από τότε που γνώρισα και την αφεντιά μου. Μαζί σε ένα κρατικό παιδικό σταθμό, μαζί και στο ίδιο θρανίο σε όλο το δημοτικό, μαζί στο πρώτο τσιγάρο, μαζί στις πρώτες μπίρες μαζί και στις μπουρδελότσαρκες στα προεφηβικά μας χρόνια…
Μαζί, κάπου στα δεκαπέντε, αποφασίσαμε να το σκάσουμε από τα σπίτια μας στην αρχή ενός καλοκαιριού που τελείωναν τα σχολεία, γιατί είχαμε βαρεθεί τα μποστάνια και τη βουκολική ζωή του καλοκαιριού.
Καταλήξαμε μετά από μια μικρή περιπλάνηση να δουλεύουμε σε ένα τσίρκο. Ταΐζαμε και καθαρίζαμε τα άγρια θηρία του τσίρκου. Από όλα τα ζώα, θυμάμαι να έχω ιδιαίτερη συμπάθεια σ’ ένα τεράστιο γέρικο λιοντάρι με πλούσια χαίτη κι ένα μόνο μάτι. Ένα επιβλητικό ζώο που, όταν μούγκριζε, ακουγόταν ένα χιλιόμετρο μακριά.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά ήμουν κολλημένος μαζί του. Το τάιζα μια φορά περισσότερο τη μέρα από τα άλλα ζώα, αλλά έκλεβα και λίγο από τα υπόλοιπα για να του δίνω περισσότερο κρέας. Είχε γίνει το κολλητάρι μου.
Έχοντας άγνοια κινδύνου, είχα φτάσει να μπαίνω στο κλουβί του και να το χαϊδεύω σαν θηριοδαμαστής. Όταν με αντιλαμβανόταν ότι πλησιάζω, έβγαζε ένα άγριο μουγκρητό που τρομοκρατούσε τους θεατές επισκέπτες.
Μέσα από τους τρομοκρατημένος θεατές έτυχε να έλθει κι ο έρωτας…πρώτος κεραυνοβόλος κι αδυσώπητος…κουρτίνα…
Ήταν μια έφηβη από ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου με κοντά αγορίστικα μαλλιά, μικροκαμωμένη, με κόκκινα μάγουλα γεμάτα ακμή της ηλικίας αλλά και πανέμορφο χαμόγελο από βυσσινιά χείλη που κατάπιναν όλες τις ατέλειες του προσώπου της.
Κάπως έτσι, και χωρίς να το καταλάβω, παράτησα τον Τάκα και το λιοντάρι μου και βρέθηκα μαζί της σε μια κορφή της Πίνδου, να φυλάω 500 γιδοπρόβατα. Ο πατέρας της τους είχε εγκαταλείψει για μια άλλη γυναίκα, η μητέρα τους είχε μια σοβαρή αναπηρία κι αυτή με τον αδελφό της είχαν αναλάβει το κοπάδι. Ο αδερφός της ήταν λίγο χαζούλης, ένα παιδί που δεν είχε φύγει ποτέ από το χωριό.
Εγώ ήμουν αδύνατος με πολύ μακριά μαλλιά, έμοιαζα με κορίτσι κι έτσι με σύστησε και στον αδελφό της. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ!
Μέναμε σε ένα αυτοσχέδιο πέτρινο πλατανοσκέπαστο καλύβι δίπλα από τις πηγές του Αχέροντα ποταμού μια ώρα με το γαϊδούρι από το χωριό. Και λέω με το γαϊδούρι, γιατί δεν υπήρχε δρόμος πάρα μόνο ένα μονοπάτι. Δύο φορές τη βδομάδα πήγαινε ο αδελφός της στο χωριό με το γαϊδούρι για τις λιγοστές προμήθειες.
Τυρί, ψωμί, ντομάτα ήταν σχεδόν η καθημερινή διατροφή μας. Τουλάχιστον είχαμε άφθονο καθαρό και κρύο νερό δίπλα μας.
Δύο ολάκερους μήνες έμεινα στην Πίνδο, ακούγοντας κάθε βράδυ τα ουρλιαχτά των λύκων αλλά και την ασφάλεια που ένιωθα έχοντας δίπλα μου δέκα τσοπανόσκυλα. Από τότε μου έχει μείνει η αγάπη μου για αυτά τα σκυλιά!
Τα χρόνια της εφηβείας πέρασαν, άρχισαν οι ενήλικες υποχρεώσεις και μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια πέρασαν σαράντα χρόνια.
Πήρα την απόφαση μετά από σαράντα χρόνια να βρω τον Τάκα στον Βάλτο.
Καθόταν κάτω από μια πελώρια ιτιά, σ’ ένα αυτοσχέδιο ξύλινο κάθισμα δίπλα από το καλύβι. Ήταν γυμνός από τη μέση και επάνω και το σκυλί τού έγλειφε την πλάτη.
Σηκώθηκε και με κοιτούσε αμίλητος.
Δάγκωνε τα χείλη του, τα μάτια του ήταν κόκκινα και το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο ιδρωμένο. Θαρρώ πως τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν χιλιάδες φορές και ξέθαψαν μνήμες και θύμησες, προτού ξεσπάσει στην αγκαλιά μου.
«Σταμάτα να κλαις, ρε μαλάκα» του λέω. «Τι έπαθες;»
«Νόμιζα ότι σε είχε φάει το λιοντάρι» μου απάντησε περιπαικτικά!