Καλοκαίρι χωρίς τα παιδιά. Τρεις μήνες στο σπίτι μόνο για εσένα, χωρίς κλάματα, χωρίς playmobil να γεμίζουν το πάτωμα και χωρίς ατελείωτες ερωτήσεις. Είναι η ελευθερία που πάντα ήθελες… αλλά η καρδιά σου το ξέρει: θα λείψουν, και μάλιστα πολύ. Από την πρώτη στιγμή που το αυτοκίνητο τους θα φύγει, μέχρι τη συγκινητική τους επιστροφή, ζεις ένα μικρό ψυχολογικό rollercoaster γεμάτο γέλια, τύψεις και απροσδόκητη ηρεμία.
Καλοκαίρι. Ήλιος, τζιτζίκια, ζέστη, κρέμες για τα κουνούπια, αντηλιακό και… εισιτήρια χωρίς επιστροφή (για τα παιδιά).
Τρεις μήνες στο χωριό με την γιαγιά και τον παππού. Τρείς μήνες απόλυτης ξενοιασιάς.
Αυτό που κάποτε έμοιαζε με πρακτική λύση, πλέον θυμίζει… ψυχολογικό θρίλερ.
Η γιαγιά περιμένει με ταπεράκια και την κλασική φράση:
“Εδώ θα φάνε, θα δυναμώσουν, θα πάρουν αέρα!”
Και μέσα σου σκέφτεσαι: και εγώ θα κοιμηθώ… σαν άνθρωπος.
Ο αποχωρισμός – μετά δακρύων και φαντασίας.
Το αυτοκίνητο φεύγει. Τα παιδιά χαμογελούν, ανεμίζουν τα χεράκια τους, κρατάνε κρουασάν στο ένα και κουβαδάκι στο άλλο.
Κι εσύ; Στέκεσαι εκεί, παγωμένη. Έχεις βάλει γυαλιά ηλίου για να μη φανεί το βούρκωμα, αλλά δεν κρύβεις το γεγονός ότι μέσα σου σπάει η “καρδιά” σου.
Μπαίνεις σπίτι. Απόλυτη σιωπή. Κάτι λείπει.
Α ναι, η ψυχή σου.
Τόσο απόλυτη, που ακούς το ψυγείο να δουλεύει. Πρώτη φορά μετά από 8 χρόνια.
Το μυαλό σου τρέχει σε όλα. Συγκίνηση, δάκρυ, κι ένα μικρό σφίξιμο:
– “Μα είναι μικρούλι ακόμα…”
– “Μήπως ξεχάσει να λέει μαμά;”
– “Κι αν ο παππούς του μάθει να τρώει παγωτό πριν το φαγητό;”
– “Θα βάζει η γιαγιά αντιηλιακό κάθε δύο ώρες όπως της είπα με PowerPoint παρουσίαση;”
– “Θα με θυμούνται σε ένα μήνα; Ή θα φωνάζουν “μαμά” την γιαγιά;”
Ξεκινάς να καθαρίσεις τη βιβλιοθήκη για να απασχοληθείς. Μετά θυμάσαι ότι δεν είχες καθαρίσει ούτε πριν τα παιδιά, άρα τώρα ποιος ο λόγος;
Η απελευθέρωση (που πονάει λίγο.)
Αρχικά, είναι μαγικό.
Ξυπνάς στις 9 (γιατί μπορείς). Πας τουαλέτα χωρίς συνοδεία. Βγαίνεις για ποτό. Τρως παγωτό χωρίς να κρυφτείς στο μπάνιο. Δεν χρειάζεται να εξηγείς γιατί το κινητό δε φορτίζει όταν είναι στο ντουλάπι της κουζίνας.
Το κινητό σου έχει μπαταρία στο 100%, γιατί κανείς δεν το χρησιμοποίησε για να δει κινούμενα σχέδια ή να φωτογραφίσει το πάτωμα.
Κάνεις μπάνιο… με κλειστή πόρτα. ΚΛΕΙΣΤΗ!
Ο καναπές παραμένει στη θέση του.
Το πάτωμα δεν έχει playmobil σε σχήμα νάρκης. Μπορείς να φας σοκολάτα χωρίς να σε δει άνθρωπος. Το τηλεκοντρόλ… εκεί που το άφησες. Η τηλεόραση δεν έχει δαχτυλιές. Κανείς δε σου ζητάει σνακ.
Αλλά… στο τρίτο βράδυ, πιάνεις τον εαυτό σου να λες “παιδιά, πάμε για ύπνο” σε ένα άδειο σπίτι.
Κοιτάς γύρω. Δεν υπάρχει κανείς να σε ζαλίζει. Και ξαφνικά… σου λείπει το ζάλισμα.
Στο σούπερ μάρκετ περνάς μηχανικά από το ράφι με τις πάνες. Ανοίγεις το νεσεσέρ και βρίσκεις ένα αυτοκόλλητο δεινόσαυρο. Κι όταν βλέπεις μια μαμά με παιδί στο καρότσι, παθαίνεις ένα μικρό τσιμπηματάκι στη καρδιά.
Οι ενοχές καραδοκούν.
Η γιαγιά στέλνει φωτογραφίες:
– Τα παιδιά στον κήπο.
– Τα παιδιά να μαζεύουν αυγά.
– Τα παιδιά να φτιάχνουν πίτες, να τραγουδούν, να πλέκουν flexi plexi και να χορεύουν συρτάκι.
– Και τα δύο με καπέλα, χαμόγελα και χέρια γεμάτα χώμα.
Κι εσύ;
Εσύ βλέπεις Netflix, παραγγέλνεις σουβλάκια κι αναρωτιέσαι αν η γιαγιά είναι καλύτερη μάνα από σένα.
Νιώθεις σαν να πρόδωσες τη μητρότητα. Σαν να υπέγραψες συμβόλαιο “δανεισμού παιδιών”.
Νιώθεις τύψεις. Νιώθεις εγωίστρια. Καλά, το είπες κιόλας: “Τι ωραία που είναι χωρίς τα παιδιά». Και σκέφτεσαι: “Τι είσαι; Είσαι μάνα εσύ ;”
Η επιστροφή – Τα παιδιά, οι βαλίτσες και το σοκ.
Και έρχεται η μέρα.
Ακούς το αυτοκίνητο να σταματά.
Ανοίγει η πόρτα και… ΜΠΟΥΜ!
Τους βλέπεις και πας τρέχοντας σαν σκηνή επανένωσης σε αμερικανική ταινία.
Τα αγκαλιάζεις, τα φιλάς, τα μυρίζεις, ανοίγεις βαλίτσες (και χώματα, και κοχύλια, και ένα γυάλινο βαζάκι που δεν ξέρεις αν είχε μαρμελάδα ή σαλιγκάρι).
Μυρίζουν ήλιο, ιδρώτα και γιαγιά.
Το σπίτι σε 3 λεπτά μοιάζει με εμπόλεμη ζώνη. Αλλά η καρδιά σου… γεμάτη.
Και λες, χαμογελώντας:
“Άξιζαν οι ενοχές. Και οι τύψεις. Και το κλάμα. Άντε και του χρόνου — αλλά δύο μήνες. Εντάξει; Όχι τρεις.”