Η λέξη “παραλία” κάποτε σήμαινε για μας ήλιο, βιβλίο, ξαπλώστρα και μαργαρίτα (ή έστω έναν freddo σε ποτήρι χωρίς άμμο). Τώρα σημαίνει… Αποστολή: Επιβίωση στην Παραλία, με εμένα στον ρόλο της αρχηγού αποστολής, τον μπαμπά σε χρέη commando κουβαλώντας κουβαδάκια, μπισκότα, ελπίδες και μια σταγόνα ψυχραιμίας.
Το σχέδιο ξεκινάει ως εξής:
“Πάμε για λίγο στη θάλασσα, να δροσιστούμε.” ΧAΧΑΧΑ. Τίποτα δεν είναι “λίγο” όταν έχεις παιδιά, που το ένα θέλει να χτίσει την Πομπηία στην άμμο κι ένα άλλο που τρώει άμμο επειδή μπορεί.
Ανοίγω την τσάντα θαλάσσης και βάζω μέσα 2 μαγιό (λάθος, θέλουμε 4), 1 πάνα (λάθος, χρειαζόμαστε τουλάχιστον 6 και μια αλλαξιά ολόσωμη για όταν γίνει η “έκρηξη”), 1 μπουκάλι νερό (που ο μικρός άνοιξε και πότισε το παρεό μου πριν καν φύγουμε απ’ το σπίτι) και… 7 κουβαδάκια, 3 φτυαράκια, 1 φουσκωτό donuts σε μέγεθος πλυντηρίου.
Το μεγάλο παιδί, γεμάτο ενέργεια, τρέχει προς τη θάλασσα φωνάζοντας “ΜΑΜΑΑΑ ΔΕΣ ΤΟΝ ΚΑΡΧΑΡΙΑ!” ενώ ο μικρός αποφασίζει πως η άμμος είναι ιδανική για να ξαπλώσει και να κυλιστεί σαν ντολμαδάκι…
Καθόμαστε. Για 23 δευτερόλεπτα. Αρχίζουν:
“Μαμά πεινάω.”
“Μαμά, μου μπήκε άμμος στο μάτι.”
“Μπαμπά πού είναι το μπρατσάκι μου;”
“Μπαμπά ο μικρός τρώει το φύκι!!”
Στο μεταξύ, έχω γίνει ένα με το αντηλιακό, φοράω καπέλο σαν δορυφορικό πιάτο και προσπαθώ να φάω ένα κριτσίνι, χωρίς να με κοιτάζει επίμονα το μωρό, έτοιμο να το διεκδικήσει με γρυλλίσματα. Ο μπαμπάς προσπαθεί να φουσκώσει το σωσίβιο, τα μπρατσάκια και παράλληλα να φάει ένα τοστ με γαλοπούλα-τυρί κι αστερόσκονη (άμμο εννοείται), που ο μικρός έβαλε για να λαμπυρίζει.
Ο μεγάλος έχει αναλάβει ρόλο ξεναγού του βυθού. Με μάσκα, αναπνευστήρα και, σαν εξερευνητής του National Geographic, μας δείχνει κάθε πέτρα, κάθε αχιβάδα και κάθε πλαστικό καλαμάκι που ανασύρει με ενθουσιασμό, φωνάζοντας:
– «Μαμά! Μπαμπά! Νομίζω βρήκα οστό από δεινόσαυρο!» (Ήταν καπάκι από μπουκάλι, αλλά ποια είμαι εγώ να τον προσγειώσω.)
Ο μικρός, απ’ την άλλη, έχει μπει στη φάση «ο-κόσμος-είναι-ένα-τεράστιο-σνακ». Τρώει άμμο, φύκια, κοχύλια, ένα πατατάκι που βρήκε στον πάτο της τσάντας (του περσινού καλοκαιριού) και προσπαθεί με λύσσα να δαγκώσει και το φουσκωτό του αδερφού του. Το αποκορύφωμα ήταν όταν μασούσε τα crocs (ιδανικά για τα δόντια που τον ενοχλούν) μέχρι να αλλάξουν η μορφή τους.
Στο ενδιάμεσο, γίνεται και μια μάχη για το κουβαδάκι. Ένα. Από τα επτά. Αυτό το ένα είναι “το αγαπημένο” κι οι δύο το διεκδικούν λες και έχει μέσα το δαχτυλίδι του Frodo.
Και κάπου εκεί, εγώ κάθομαι, μισή βρεγμένη, με μαλλί σε φάση “υγρός ασβός”, προσπαθώντας να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που ήπια καφέ χωρίς να μου βουτήξει το μωρό το καλαμάκι. Ο μπαμπάς, επίσης βρεγμένος και καπέλο αλά Ταμτάκου, προσπαθώντας να κερδίζει μια μάχη στο Εxpedition 33 χωρίς να έρθει ο μεγάλος και να του πει: “Ρε Μπαμπά, έχεις και δεύτερη ομάδα μην αγχώνεσαι και αν χάσεις.”
Αλλά έπειτα ο μεγάλος φωνάζει: – «Μαμάαα, έφτιαξα κάστρο και το ονόμασα “Η Μαμά είναι η Βασίλισσα της χαμένης Ατλαντίδας.” Και ο μικρός έρχεται, με ένα φύκι για δώρο, το κολλάει στο πόδι του μπαμπά, γελάει και τον αγκαλιάζει σφιχτά.
Η κορύφωση έρχεται όταν αποφασίζουμε να φύγουμε. Η άμμος είναι παντού: στο μαγιό μου, στο αυτάκι του μικρού, μέσα στο καλαμάκι από τον καφέ και στις παντόφλες του μπαμπά. Ο μεγάλος κλαίει γιατί “δεν έπαιξε αρκετά” και ο μικρός κοιμάται… φυσικά λίγο πριν μπούμε στο αυτοκίνητο, ώστε να ξυπνήσει ανανεωμένος και ορεξάτος, όταν φτάσουμε σπίτι.
Και μέσα σ’ όλο αυτό, τους κοιτάζω (με το ένα μάτι, γιατί στο άλλο έχει μπει αντηλιακό) και λέω: “Ήταν δύσκολο. Ήταν χαοτικό. Ήταν υγρό. Αλλά ήταν μαζί τους. Άρα, αξίζει. Κι εκεί καταλαβαίνω πως, όσο χάος κι αν κουβαλάμε στην άμμο, εγώ είμαι ήδη στις καλύτερες διακοπές της ζωής μου.
Και έτσι… ετοιμάζω από τώρα την τσάντα για την επόμενη φορά και ο μπαμπάς με κοιτάει με αυτό το βλέμμα το δολοφονικό που σου λέει είσαι ΤΡΕΛΗ!