Υπάρχουν μέρες που το πρόγραμμά
μου είναι τόσο γεμάτο που δε μου μένει χρόνος να σκεφτώ. Να σε σκεφτώ! Υπάρχουν
όμως κι εκείνα τα βράδια που γυρίζω μεθυσμένη σ’ ένα άδειο σπίτι κι η μοναξιά
με κυριεύει.
Φοβάμαι να μετρήσω πόσα βράδια αναμετρήθηκα με τη μοναξιά. Οπότε
επιλέγω να το πάρω πάνω μου όλο πάλι και να με κρίνω για αφέλεια. Εσένα δε
σε κρίνω για το αν φοβήθηκες, μόνο γιατί μ’ έκανες να πιστέψω ό,τι μου
έταξες.
Πεινούσες για συναίσθημα γιατί είχες γευτεί μοναχά λίγα κομμάτια.
Έτσι, εγώ σε τάιζα με αγκαλιές για να ζεστάνεις την γυμνή ψυχή σου.
Φοβόμουν κι εγώ, αλλά επέλεξα να γδυθώ ώστε αφιλτράριστα να νιώθω
κάθε αγκαλιά σου να μου ζεσταίνει το είναι. Κώλωσα όμως την στιγμή που
σου είχα αφεθεί. Ένιωσα αδύναμη στα χέρια σου γιατί νόμιζα πως σου παραδόθηκα
και θα τρομάξεις. Νόμιζα…
Δε διαφέραμε και πολύ. Αλλά εσένα σε βόλευε να μη μαθαίνεις και να
με αποφεύγεις. Με
αναζητούσες βέβαια, όταν κρύωνες. Καταλαβαίνω! Θέλει τρόπο κι αντοχή να μένεις
με γυμνή τη ψυχή σου. Κι εγώ προσπάθησα να καλύψω τα κενά της ανασφάλειάς σου. Το κενό, το δικό σου όμως,
πολλαπλασιάζεται κάτι τέτοια βράδια στη ψυχή μου επειδή λείπεις!
Πόσες μάχες να νικήσω με τον εαυτό μου; Σε πόσα «γιατί» να ψάξω να
βρω απαντήσεις; Άραγε έχουν πλέον σημασία; Έρχεσαι,
ζεσταίνεσαι, φεύγεις και μένω εγώ να κρυώνω και ν’ αναμετριέμαι με τη μοναξιά
και τους φόβους μου. Στο διάολο, ρε!
Μια μέρα θα βρω τη δύναμη να μετονομάσω τη μοναξιά μου σε
ελευθερία κι όταν ρακένδυτος επιστρέψεις στο γνωστό κατάλυμά μου δε θα ‘χω πια
τίποτα να σου προσφέρω. Μήπως έτσι ταρακουνηθείς κι αρχίσεις ν’ αναθεωρείς τα
δεδομένα σου.
Για σένα θα το κάνω πάλι. Εγώ τις ανασφάλειές μου τις πληρώνω
ακόμα. Δεν υπάρχει χειρότερο τίμημα από αυτό, να ξέρεις.
Καταλογίζω το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης σε μένα που δεν είχα το
θάρρος να μιλήσω και να σε διεκδικήσω. Ένα «μήπως» , ενα «κι αν» μου ροκάνιζαν
το κεφάλι. Έμεινα με τις υποθέσεις μου λοιπόν και να γίνομαι ο φόβος
προσωποποιημένος!
Τι νόμιζες; Πως εγώ τα είχα όλα λυμένα μέσα στο κεφάλι μου;
Κρατούσα την ταραχή για πάρτη μου. Για να μην καταλάβεις ότι
πίστευα αυτά που μου έταζες. Ότι μέρα με τη μέρα σε συνήθιζα και σταμάτησα ν’
απαιτώ περισσότερα απ’ αυτά που επέλεξες να δίνεις. Ή να δείχνεις. Αυτό ακόμη
δεν το έμαθα.
Οι λέξεις κι οι υποσχέσεις σου έρχονταν και σφήνωναν στο μυαλό
μου. Ακολουθούσε βασανιστική ανάλυση δεδομένων, μην τυχόν παρερμηνεύσω κάποια
κίνησή σου. Μήπως εκλάβω το «πολύ» για «λίγο» κι αντίστροφα.
Όμως, κατά βάση, τα πίστευα.
Είχε φωλιάσει μέσα μου η ελπίδα για έρωτα. Έναν έρωτα που θα με
απάλλασσε από τις φοβίες και τις μετριότητες. Φάνταζε να παίρνει σάρκα κι οστά
κάθε ξημέρωμα που κοιμόσουν δίπλα μου. Κάθε φορά που μου μιλούσες για ό,τι σε
βαραίνει.
Δημιουργήθηκε στη ψυχή μου η ανάγκη της συντροφιάς. Μα όχι μιας
τυχαίας. Τη δική σου παρουσία είχα ανάγκη. Είχες πει πως είχες βρει αυτό
που έψαχνες. Έβρισκες γλυκές τις άμυνές μου και με διαβεβαίωνες πως θα τις
γκρεμίσεις.
Απόψε αποφάσισα να γκρεμίσω εγώ η ίδια τις άμυνες.
Εσύ, ακόμη να γδυθείς. Ακόμη να φανείς. Αύριο δε θα είναι το ίδιο.
Νηφάλια κι ήρεμη δε θα έχω χρόνο για σένα και τα ψυχολογικά σου.
Αυτές τις περίεργες ώρες, που σ’ έχω ανάγκη, περιμένω να φανείς κι
ας σου φωνάξω «φύγε», από φόβο πάλι. Εσύ ν’ ακούσεις «έλα». Όλα όσα αράδιασα
πιο πάνω να έρθουν και να τρυπώσουν στα αυτιά σου.
Έχω γδυθεί κι αφέθηκα.
Κρυώνω κι έχει ξημερώσει.
Άντε γαμήσου.