Η κρυφή ιστορία της Ηλιάννας Κυριάκου.
Είχα πει πως θα σταματήσω να γράφω για σένα, μα κι αυτή
τη φορά θα γράψω τα ίδια. Πάλι.
Έχω σταματήσει να κλαψουρίζω μήνες τώρα. Παρόλα αυτά κάθε
μέρα που περνάει είναι κραυγή, φωτιά που στέκεται στο θώρακα και καίει με τις
αναθυμιάσεις, τους πόρους του δέρματός μου. Περιμένω να ξεσπάσει, να γίνει
ποτάμι ορμητικό αλλά εκείνη μένει στάσιμη. Βραχνάς και κόμπιασμα μαζί.
Δε σε σκέφτομαι. Όχι όπως συνήθιζα. Υπάρχουν, όμως,
στιγμές που ξεπηδάς απʼ το πουθενά σαν εκείνα τα κουκλάκια που αιφνίδια πετάγονται και σε τρομάζουν, μόλις αγγίξεις
το κουτί τους.
Είσαι μπέρδεμα. Γίνεσαι σταυρός που πέφτει βαρύς στους
ώμους μου. Εξαρτησιογόνα ουσία που προσπαθώ να στύψω έξω απʼ το σώμα μου και
κάθε φορά που νομίζω πως τα κατάφερα, κυλάς, τοξικά, από καινούργια φλέβα.
Δε με πονάς πια, ίσως, γιατί συνήθισα να με χτυπάς στο
ίδιο σημείο. Ανήκεις σʼ αυτούς που δε κάνουν νέες πληγές. Βρίσκουν, εκείνη, τη
μία, τη βαθιά και την ξύνουν. Δεν αφήνεις το τραύμα να κλείσει.
Κοίτα, όμως! Σαν να σκλήρυνε το αίμα μου κι αφήνει μόνο
το δέρμα να βασανίζεται. Έφτασες κόκκαλο και δε νιώθω τίποτα.
Ολοένα έγραφα για τις αισθήσεις που συγκρατούσαν τη μορφή
σου. Φαίνεται νʼ αποδυναμώθηκαν, όμως, απʼ τη συνεχή απουσία, γιατί πια δε σε
θυμάμαι καθαρά. Έχουν χαθεί οι εικόνες που κουβαλούσαν τʼ άρωμά σου και, πλέον,
δεν μπορώ να τις αναπαραστήσω μέσα στη φαντασία μου και να σʼ αγγίξω.
Σαν να έχεις γίνει τραγούδι που μουρμουρίζω μονάχα τον ρυθμό χωρίς τους
στίχους και δε θυμάμαι τι γέννησε μέσα μου, όταν το άκουσα για πρώτη φορά. Άσχημο
ε;
Λένε πως οι αναμνήσεις διατηρούν τους ανθρώπους. Από σένα
έχω, μόνο, εικόνες μʼ ένεση ολικής αναισθησίας. Άηχες, άοσμες.
Σε βλέπω σκιά στο περιθώριο και δε νιώθω τη παρουσία σου
πουθενά. Σκάβω το υποσυνείδητο, για να φανερώσω ένα δείγμα της τον καιρό που
υπήρχες. Τον καιρό που γέμιζες τον αέρα κι έκλεινα τα μάτια για νʼ ακούσω τον
θόρυβο που έκαναν τα παπούτσια σου, όταν πατούσαν το ξύλινο πάτωμα.
Περίεργο κεφάλαιο το μυαλό. Επικίνδυνο χαρτί. Η καρδιά
τρώει τη σφαίρα αλλά έχει μάθει να γιατρεύεται και να προχωράει ένα βήμα
παρακάτω. Το μυαλό, πάλι, δεν ξεχνά. Κολλάει στην εικόνα και την παίζει σαν
κακή επανάληψη στον προτζέκτορα.
Νοσεί ο άνθρωπος απʼ την παραστατικότητα που προσδίδει η φωτογραφική
μνήμη.
Χειμώνας κι όμως δε φυσάει καθόλου.
Ξέρεις ώρες˗ώρες σκέφτομαι πως θα θελα να ήσουν αστέρι. Όχι
για να είσαι ψηλά και να λάμπεις. Δε θέλω να σε βλέπω άλλο. Απλά να ήσουν
αστέρι για να ξέρω πως κάποτε θα σβήσεις και θα πέσεις απʼ τη νύχτα μου. Θα ήθελα να ήσουν πεφταστέρι, για να είσαι η κρυφή ευχή μου πως όλα θα πάνε
καλύτερα.
Ίσως να το θέλω και για έναν λόγο ακόμα. Για να έπεφτες
και να γινόσουν στη γη ανθρώπινος. Μπορεί τότε, χωρίς το φεγγάρι για συντροφιά,
να επέλεγες εμένα για να ζήσεις μαζί. Ή να υπήρχες κάπως διαφορετικά δίπλα στην
καρδιά μου.
Διάλεξες να είσαι ουρανός. Απρόβλεπτος, ατελείωτος
ουρανός που με πνίγει με τη βροχή και με θάβει με το σκοτάδι. Άκαμπτος, απροσέγγιστος
ουρανός καρφωμένος στη μέση του λαιμού μου.
Σε βρίσκω και σε χάνω. Συνέχεια. Βαρέθηκα να σε χάνω. Δε
μου αρέσει το παιχνίδι «ψάξε˗βρες».
Όταν παίζω σκάκι μαζί σου, κάθε πούλι που κινώ, με φέρνει
πιο κοντά στο να σου μοιάζω. Και δε θέλω. Εσύ είσαι φόβος. Ο φόβος ο ίδιος.
Σʼ αφήνω να πάρεις την παρτίδα και να νιώσεις λίγο πιο
δυνατός μέσα στην απεραντοσύνη της σκιάς σου. Σʼ αφήνω, όχι γιατί δε σε αγάπησα
ποτέ μου, αλλά γιατί είναι ώρα να στήσω τα πιόνια μου απʼ την αρχή σε μια
χαμένη από χέρι παρτίδα.
Δικό σου το ρουά ματ
αγάπη μου. Νίκησες.