Πάνω
σ᾽
ένα
σχοινί ακροβατείς, από τότε που σε
θυμάμαι.
Αγέρωχη, τυφλή από θέληση και
ξεροκέφαλη ως τα μπούνια. Τι κι αν σου
φώναζαν από κάτω ότι θα πέσεις, εσύ απλά
περπατούσες.
Πού έδενε η άλλη άκρη του
σχοινιού, δε σ᾽
ένοιαζε,
μόνο να περπατάς ήθελες και να μπαλαντζάρεις
δεξιά κι αριστερά.
Από
μικρή προτιμούσες τα δύσκολα κι ανέβηκες
τα πρώτα σκαλοπάτια δύο-δύο. Οι υπόλοιποι
ακολουθούσαν οδηγίες, συμβουλές και
παρατηρήσεις, ενώ εσύ αψηφούσες τη ράβδο
της τιμωρίας και πρώτη κουτρουβάλησες
ως την αρχή της διαδρομής. Πάτησες πάνω
στο σχοινί κι ένιωσες ότι είσαι στο
στοιχείο σου. Εξαφανίστηκαν όλοι τριγύρω
και ο κόσμος ανοίχτηκε μπροστά σου
έτοιμος να τον εξουσιάσεις. Και το
έκανες.
Πρώτα βήματα. Μικρά, δειλά
αλλά με ενθουσιασμό. Κανείς δεν είχε
καταφέρει να σε ακολουθήσει στο ρυθμό
που περπατούσες εσύ. Τα φώτα έπεφταν
πάνω σου να σε τυφλώσουν, αλλά και με
κλειστά τα μάτια ήξερες τον δρόμο. Σε
είχα δει κλεφτά κάποιες φορές αλλά δεν
τόλμησα να παρέμβω σ᾽
αυτήν
την οπτασία.
Κάπου έχασες την
ισορροπία σου και σε γνώρισα. Σ᾽
ένα
στραβοπάτημα κινδύνεψες να πέσεις κι
ήρθα και σε κράτησα. Σου υποσχέθηκα
θεούς και δαίμονες, ουρανούς κι αστέρια
και πράγματα που υπόσχονται μόνο τα
παραμύθια. Κι εσύ τα δέχθηκες. Γιατί σε
κράτησα. Την ώρα που οι άλλοι έβλεπαν
με αδηφάγο βλέμμα τη στιγμή που θα
έπεφτες, εγώ σε στήριξα κι αφέθηκες πάνω
μου.
Μέχρι που σε πλήγωσα. Δεν έκανα
κάτι κακό, αλλά δε σου έδωσα και την
ώθηση για να συνεχίσεις. Δεν ήθελες να
σταματήσεις, δε σ᾽
ένοιαζε
να κόψεις εκεί την διαδρομή. Το σχοινί
συνέχιζε κι εσύ ήθελες ν᾽
ακροβατείς.
Άφησες
αυτό το λιμάνι και σάλπαρες για το
επόμενο. Πάτησες γερά και στα δύο σου
πόδια και συνεχίσες το ταξίδι σου. Το
κεφάλι ψηλά, τα βήματα σου στιβαρά, η
ανάσα κοφτή. Στην διαδρομή σου με
ξανασυνάντησες, διαφορετικό, αλλαγμένο,
απόμακρο.
Σου μιλούσα για πράγματα
καθημερινά, απλά και ψυχρά. Ήθελες να
λέμε για ταξίδια κι εξομολογήσεις κι
εγώ αναφερόμουν σε υποχρεώσεις και
προβλήματα. Ένα ακόμα εμπόδιο στην
ατελείωτη διαδρομή σου ως το άπειρο.
Δεν είχες χρόνο για τέτοια. Ούτε για την
δική μου καταρρακωμένη ψυχοσύνθεση. Με
προσπέρασες. Δε σε κατηγόρησα.
Στην
διαδρομή άλλαξες μαλλιά, άλλαξες ρούχα
αλλά όχι και πορεία. Δεν παρακολουθούσες
τον κόσμο γύρω σου που περνούσε κι από
πολύχρωμος γινόταν γκρίζος κι ασπρόμαυρος.
Προτίμησες να παραμένεις στο δικό σου
χρώμα, στο δικό σου μονοπάτι. Το σχοινί
άλλοτε στένευε, άλλοτε γινόταν πιο
μετέωρο αλλά το βήμα σου δεν σταμάτησε.
Σε
παρακολουθούσα από μακριά, δεν τολμούσα
να επέμβω ξανά στην πορεία σου. Ήσουν
τόσο υπέροχη και απλησίαστη πάνω σ᾽
εκείνο
το σκοινί, σαν αετός που πετά πάνω απ᾽
τα
σύννεφα.
Δεν ξέρω αν το είχες προβλέψει
και δε σ᾽
ένοιαζε.
Ούτε αν το ήξερες κι απλά το αγνόησες.
Πάντως, κάποια στιγμή είδες το τέλος
της διαδρομής. Όλοι έλεγαν πως θα
μπορούσες ν᾽
ακροβατείς
για χρόνια, αιώνες, μέχρι να σβήσει ο
χρόνος και να σε κλείσει μέσα του. Αλλά
στο τέλος σταμάτησες. Γύρισες και
κοίταξες πίσω. Είδες πρόσωπα αχνά,
πρόσωπα ασήμαντα. Και το δικό μου.
Συνάντησα
τη ματιά σου και κοιταχτήκαμε για ώρα.
Εγώ με πρόσωπο θλιμμένο, ταλαιπωρημένο,
με χαρακιές του χρόνου πάνω μου να έχουν
λαβώσει την ζωντάνια που κάποτε είχα.
Εσύ με πρόσωπο γεμάτο χαρά, προσμονή
και ολοκλήρωση. Δεν τερμάτισες τη
διαδρομή σου. Δεν έφτασες στο τέλος που
τόσο λαχταρούσες απ᾽
την
αρχή.
Γύρισες και με αγκάλιασες. Με
έπιασες με τα χέρια σου, αυτά τα αγγελικά
και ζωντανά χέρια κράτησαν ένα μαραζωμένο
και κουρασμένο κορμί. Με κράτησες σφιχτά
πάνω στο σχοινί και ακροβατούσαμε κι
οι δύο για λίγη ώρα.
Αλλά
αυτή η διαδρομή ήταν μοναχική. Όχι για
δύο.
Και χάσαμε την ισορροπία μας. Και
πέσαμε. Αλλά δε σ᾽
ένοιαζε.
Γιατί
με κρατούσες.
Γιατί
σε κρατούσα.
Κι
αν ήρθε ποτέ η προσγείωση δεν την
καταλάβαμε γιατί είχαμε ήδη αφήσει τον
κόσμο αυτό στη διαδρομή. Και το σχοινί
έστεκε μόνο του και τεντωμένο να περιμένει
τον επόμενο ακροβάτη.