-Σε ποια
πόλη είναι το Πανεπιστήμιο που πέρασες;
-Λονδίνο, Αγγλία.
Έσβησε το στριφτό της τσιγάρο στο γυάλινο τασάκι μπροστά. Κοιτούσα τον καπνό
καθώς στροβιλιζόταν από πάνω, μέχρι που χάθηκε δίπλα στα πλούσια και πυκνά
μαλλιά της.
-Μάλιστα. Και πότε φεύγεις;
Δε με κοίταξε. Έσβηνε ξανά το ήδη
σβηστό τσιγάρο και το πατούσε επίμονα στο τασάκι σαν να ήθελε να το λιώσει.
-Μεθαύριο.
Σ᾽ αυτό το ταξίδι δεν είχα πάρει μαζί μου το mp3
player. Σκέφθηκα πως η επιστροφή
με το τρένο θα ήταν πολύ επίπονη και δύσκολη και καμιά φορά τα τραγούδια απλά
χειροτερεύουν την κατάσταση.
Τελευταίο ταξίδι, βέβαια, ήταν,
δε βαριέσαι.
Αυτή τη φορά θ᾽ απολάμβανα τη
διαδρομή κοιτώντας έξω από τ᾽ παράθυρο και όχι την οθόνη του κινητού. Αυτή τη
φορά δε θα πλημμύριζε με μηνύματα του τύπου: «Άντε φτάνεις μωρό μου;»,
«Μία ώρα. Ακόμα Παλαιοφάρσαλα είμαστε».
Μηνύματα στο τρένο, μηνύματα στο λεωφορείο απ᾽ τον σταθμό στο σπίτι της,
μηνύματα ακόμα και στις σκάλες που ανέβαινα. Δε θα ήταν έτσι, όμως, τώρα.
Δεν είχα νιώσει ποτέ τέτοια ανυπομονησία να δω ένα πρόσωπο, να μυρίσω ένα
άρωμα, να γευτώ ένα ζευγάρι χείλη. Και η κάθε φορά ήταν σαν την πρώτη φορά. Σαν
να την γνώριζα απ᾽ την αρχή.
Αθήνα-Θεσσαλονίκη παλευόταν. Μία ο ένας, μία ο άλλος. Λεφτά, άγχος, προετοιμασίες,
βαλίτσες, αλκοόλ, χαρτομάντιλα για τον αποχαιρετισμό.
Αθήνα-Λονδίνο όμως; Αυτό πως παλεύεται;
«Δεν παλεύεται, αγάπη μου» μου απάντησε λες και διάβαζε τη σκέψη μου.
Χαμογέλασα αμήχανα και της χάιδεψα το μέτωπο. Μου άρεσαν οι αφέλειές της. Πρώτη
φορά τα έκανε έτσι τα μαλλιά της.
«Έλα μωρέ, τα αεροπορικά είναι φθηνά. Ξέρεις πόσο πήγε ο καρβουνιάρης πια;
Απλησίαστος».
Ψέματα. Το ήξερε και το ήξερα. Για μια στιγμή δεν μπορούσα να την κοιτάζω,
γύρισα απότομα και κατέβασα μονορούφι το ποτήρι με το κρασί που ήταν δίπλα μου.
Μου γέμισε ευχάριστα τον ουρανίσκο και το άφησα να με ζαλίσει όσο έπρεπε.
Δεν ήθελα να έχω καθαρό μυαλό εκείνο το βράδυ. Δε θα μου το επέτρεπα.
Ήπιε κι αυτή το δικό της με πιο αργό ρυθμό, κοιτώντας με απευθείας στα μάτια.
Το μεθυσμένο βλέμμα της στο θολωμένο μου μυαλό. Χορός τα συναισθήματα. Έξαψη
και πόθος, λύπη και θυμός.
Δεν ήξερα τι να τραβήξω απ᾽ όλα
αυτά και προτίμησα απλά να κλείσω τα μάτια μου. Να σκεφθώ τις ωραίες μας
στιγμές.
Ένα παγωτό στην πλατεία Ναυαρίνου. Μία μπίρα στην πλατεία Μαβίλη. Ένα
παθιασμένο φιλί μέσα στ᾽ αμάξι, μουσκεμένοι από την βροχή και με την πνευμονία
να μας χτυπάει την πόρτα. Άρρωστοι στην αρρώστια μας.
«Σήκω. Τώρα».
Υπάκουσα, δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. Με τράβηξε απ᾽ το χέρι απαλά προς
την κρεβατοκάμαρα. Πέσαμε στο κρεβάτι σχεδόν ταυτόχρονα και οι κινήσεις μας
ακολουθούσαν η μία την άλλη.
Δε θυμάμαι πότε βγάλαμε τα ρούχα μας, πότε ξάπλωσα πάνω της και κόλλησα τα
μάτια μου στα μάτια της.
Το μόνο που θυμάμαι είναι τα δάκρυα. Τα δάκρυα που έδειχναν τη συνειδητοποίηση
της απώλειας που θα έρθει. Τα δάκρυα της τελευταίας φοράς που θα κάναμε έρωτα,
της τελευταίας φοράς που θα ενώναμε τα κορμιά μας και ο ηλεκτρισμός θα χόρευε
από πάνω μας. Της τελευταίας φοράς που θα έβλεπα τις αφέλειες των μαλλιών της.
«Μη χαλάς με δάκρυα την τελευταία μας φορά» μου είπε ξέπνοα αλλά ήξερα ότι και
η ίδια δεν μπορούσε να σταματήσει.
Κλείσαμε και οι δύο τα μάτια αλλά το σκοτάδι δεν κάλυψε καμία εικόνα απώλειας.
Δε μου χαρίστηκε και η ανάμνηση της πρώτης μας φοράς με πλημμύρισε. Άτιμο
πράγμα η μνήμη.
Τα δάκρυα δε σταμάτησαν ούτε όταν τελειώσαμε. Μείναμε έτσι γυμνοί, πάνω σ᾽ ένα
κρύο στρώμα, με τα μαξιλάρια πεταμένα στην άκρη. Δύο κρίκοι που πριν σπάσουν
αποφάσισαν να φτιάξουν την πιο τέλεια αλυσίδα.
Την επόμενη μέρα δεν τη χαιρέτησα. Δεν της έφτιαξα πρωινό να της το πάω στο
κρεβάτι. Δεν την ξύπνησα με το αγαπημένο της τραγούδι χορεύοντας σαν το πιθίκι
πάνω στο κρεβάτι.
Αυτά ανήκαν σε μία άλλη κοπέλα,
σε μία άλλη χρονική στιγμή, σ᾽ ένα αλησμόνητο παρελθόν.
Την κοίταξα μία τελευταία φορά καθώς κοιμόταν, της χάιδεψα λίγο τα μαλλιά και
σφίγγοντας τις γροθιές μου, σφράγισα τις εικόνες με λουκέτο και έκλεισα την
πόρτα πίσω μου.
Μάζεψα τα ελάχιστα ρούχα μου. Τα εισιτήρια τσαλακωμένα στην τσέπη, τα ψιλά για
το ταξί.
Τράβηξα μία τελευταία γουλιά απ᾽
το χθεσινό ξινό κρασί.
Μόνο τα απαραίτητα για έναν αποχαιρετισμό. Μόνο αυτά που θα μείνουν στο μυαλό
σου για ελάχιστες στιγμές, για να δώσουν τη θέση τους σ᾽ αυτά που αξίζουν.
Τελικά το ταξίδι της επιστροφής ήταν όπως το είχα υπολογίσει. Κλειστό το κινητό
και άδειο από μηνύματα, τα γράμματα της χωμένα στην τσάντα και το βλέμμα μου
στο παράθυρο.
Έβλεπα το τοπίο και έβλεπα και
την ίδια. Στο σταθμό να με περιμένει, στη στάση να με χαιρετάει, στην πόρτα να
μου χαμογελάει.
Κάθε τέλος είναι και μία καινούργια αρχή. Και της εύχομαι η νέα της αρχή να
είναι η καλύτερη που θα έχει ποτέ. Γιατί το αξίζει.