«Είκοσι
του μήνα έρχομαι, ετοιμαστείτε να με
υποδεχτείτε.»
Δεν
ξέρω ποιος τρομοκρατήθηκε περισσότερο
από την ανακοίνωση της άφιξής μου στη
Θεσσαλονίκη, οι θεσσαλονικείς ή εγώ.
Ήμουν σίγουρη όμως ότι θα περνούσα
τέλεια και θα ένιωθα σαν το σπίτι μου.
Όλα θα ήταν τέλεια και εύκολα. Μια
μικρογραφία της Αθήνας είναι στην
τελική, ε; Πόσο λάθος έκανα…
Το
πρόβλημα ξεκίνησε με το που πάτησα το
πόδι μου στην πόλη. Βγήκα από το αεροδρόμιο,
φορτωμένη σαν το μουλάρι, ψάχνοντας για
τρόπο μεταφοράς στο κέντρο. Έχει πιάτσα
έξω, μου είχαν πει. Την πιάτσα την έβλεπα,
ταξί δεν έβλεπα. Μόνο ένα σωρό άσπρο –
μπλε αυτοκίνητα. Τοσο πολύ γουστάρουν
τη διχρωμία εδώ πάνω στα αμάξια τους;
Εντυπωσιακό. Κάτσε, κάτσε. Τι γράφει
εκεί πάνω; Ταξί; Θεέ και Κύριε, ΑΥΤΑ είναι
τα ταξί; Και γιατί δεν το λένε και περιμένω
τρία τέταρτα μέσα στο κρύο;
Γιατί
ναι- είχε κρύο. Πολύ κρύο. Κρύο που σου
τρυπάει τα κόκκαλα. Εγώ από την Αθήνα
έφυγα με ήλιο. Πήρα τα ελαφριά μου, πήρα
κι ένα παλτουδάκι κι ήρθα. Τρομάρα μου…
Είχα βάλει δυο ζακέτες και το παλτό και
πάλι τουρτούριζα. Εντάξει, ήταν και
νωρίς το πρωί, θα έβγαινε μετά ο ήλιος
και θα έκανε λιγότερο κρύο. Ελπίζω.
Αφού
κατάφερα και μπήκα σε ταξί και έφτασα
στην μαγευτική ανατολική μεριά της
πόλης, με καλωσόρισαν σε ένα θρυλικό
«Μπουγατσατζίδικο»,
τα άτομα που θα με φιλοξενούσαν. Προτού
προλάβω καλά καλά να θρονιαστώ στην
καρέκλα μου, ήρθε και προσγειώθηκε
μπροστά μου ένα πιάτο, πιο μεγάλο κι από
την πιατέλα για το ψάρι, με κάτι φαγώσιμο
μέσα. «Μπουγάτσα είναι,
τρώγε.» Το κοίταξα με
πανικό. Όλο αυτό; «Τι
είναι όλο αυτό; Και πόσοι θα φάνε από
αυτό;». Με κοίταξαν όλοι
με απορία. «Πας καλά
παιδί μου; Μια μερίδα μπουγάτσα με κρέμα
είναι αυτό. Εσείς εκεί κάτω (να τη η πρώτη
η μπηχτή, κι είπα ότι άργησε) δεν έχετε
τέτοια;». Ε αυτό ήταν.
Η προσβόλα δε θα περνούσε έτσι. «Φυσικά
κι έχουμε, μαντάμ, αλλά αυτό το πράγμα
ταίζει μια τριμελή οικογένεια!».
Το έφαγα. Δεν μου άφησαν άλλο περιθώριο.
Συνέχεια
είχε η μετακίνηση με τα λεωφορεία.
Εντυπωσιάστηκα ομολογώ από την οργάνωση
στη στάση, με το πινακάκι που έγραφε το
χρόνο που χρειάζεται το κάθε αστικό να
φτάσει την εν λόγω στάση (μου θύμισε
λίγο το τραμ αλλά είπα να μην το πω, το
κρατούσα για μετά το αγκάθι για τα ΜΜΜ),
αν και μεταξύ μας δεν το κατάλαβα, δεν
έχεις και το 140 δε να βάζεις στοίχημα αν
θα περάσει μέσα στο επόμενο δίωρο. Και
φυσικά το γεγονός ότι είχες τη δυνατότητα
να βγάλεις εισιτήριο και μέσα (γουάου,
δεν έχεις πλέον δικαιολογία «Μα
κύριε ελεγκτά, δε βρήκα περίπτερο ανοιχτό
στις 6 το πρωί)». Παρόλα
αυτά, ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν το
σλάλομ που κάνουν όλοι ανεξαιρέτως όταν
μπαίνουν, έχοντας σποτάρει από πριν την
κενή θέση, για να κάτσουν. Ξανά γουάου,
νόμιζα ότι μόνο η Αθηναία γιαγιά ήξερε
να το κάνει αυτό, εδώ δεν έχει διακρίσεις.
Καθόμουν (όρθια φυσικά γιατί δεν είχα
αρκετά καλά αντανακλαστικά) και
παρακολουθούσα το συμβάν σε κάθε στάση,
με αμείωτο ενδιαφέρον.
Καφές
στην παραλία. Νομίζω κάτι αντίστοιχο
για να καταλάβει ο μέσος Αθηναίος, είναι
τα μπουζούκια την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς. Πήχτρα! Μόνιμα γεμάτες
οι καφετέριες, κάνεις τάμα για να βρεις
να κάτσεις. Μα πώς γίνεται όλη μέρα να
έχει κόσμο; Δουλειές δεν έχετε ρε παιδιά
εδώ πάνω εσείς; Με αγριοκοίταξαν όταν
τόλμησα να το ξεστομίσω. Το βούλωσα. Δε
με παίρνει, έχει και θάλασσα δίπλα.
Λευκός
Πύργος… Α εδώ είμαστε, θα δούμε και τα
αξιοθέατα. «Μα είναι
γκρι!», είπα. «Ενώ
ο Παρθενώνας είναι γεμάτος παρθένες
θες να μας πεις;». Άτιμοι,
είναι κι ετοιμόλογοι. Θα ρθει η ώρα
σας… Δεν είχε νόημα να εξηγήσω ιστορικά
την ετυμολογία, δε θα καταλάβαιναν. Εδώ
το μόνο αρχαίο που υπάρχει είναι η
ταμπέλα που γράφει «Έργα
μετρό». Το είπα. Με
απείλησαν ότι θα κοιμηθώ στα παγκάκια
της Ναυαρίνου. Ζω την απόλυτη τρομοκρατία,
μαμά, ακούς;
Είχαμε τον τετράωρο καφέ, λοιπόν και τον
κοινωνικό σχολιασμό (ναι δεν άφησα
άνθρωπο ήσυχο, ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ τις αξιαγάπητες
Θεσσαλονικιές που κυκλοφορούσαν έξω,
όπως κυκλοφορεί η μέση Αθηναία πριν το
ρεβεγιόν, άντε στη χειρότερη σε κανα
γάμο). Εντυπωσιακό από τη μία, το πώς
προσέχουν την εικόνα τους, ενοχλητικό
δε για το χύμα, ροκ μυαλό μου. Αλλά το
αναγνώρισα. Νύχτωσε λοιπόν, πάμε για
ύπνο; «Πας καλά παιδί μου; Πάμε για
τσίπουρα τώρα!». Τσιπου-τι; Όχι όχι όχι,
θα πάμε και αλλού; Και πότε θα ξεκουραστούμε;
«Εδώ η πόλη δεν κοιμάται ποτέ». Σιγά ρε
Σάρα Τζέσικα Πάρκερ -πάλι το έπνιξα,
είδα τα παγκάκια της Ναυαρίνου και δε
μου φάνηκαν καθόλου άνετα. Και πήγα για
τσίπουρα. Ή ρετσίνες; Ούτε που θυμάμαι,
ήταν πολύ και έρεε άφθονο. Ευτυχώς δεν
έγινα μόνο εγώ λιώμα. Ή έτσι νόμιζα. Η
άγνοια είναι ευλογία, δε ρώτησα.
Και
πού να ξερα η δόλια ότι τα καλά δεν είχαν
έρθει ακόμα. Γιατί ήρθαν, όταν κάπου
πριν το ξημέρωμα, χώνεψα επιτέλους τη
δίκιλη μπουγάτσα και με έκοψε λίγο η
λόρδα. Ήταν και το αλκοόλ που έπρεπε με
κάποιο τρόπο να μείνει μέσα στο στομάχι
μου, όσο κι αν διαμαρτυρόταν. Και ζήτησα
φαγάκι. «Τι θες να φας;»
Ξεφούρνισα το πρώτο πράγμα που μου ήρθε
στο μυαλό. «Ε κανα
σουβλάκι». Επ, γελάκι
ήταν αυτό; Μα γιατί γελάνε; Καημένο
Χριστινάκι και να ξερες…
Μπήκα
μέσα στο «Γυράδικο ο Μπάμπης» κι ένιωσα
σαν το σπίτι μου. Των πεθερικών μάλλον,
απ’ ότι φάνηκε από τη συνέχεια. «Άντε
πάνε να παραγγείλεις»,
μου είπε η παρέα μου και έκατσε γαλαρία
πίσω με τα χέρια σταυρωμένα. Καλά, τόσο
θέαμα είναι το να παραγγέλνουν εδώ;
Famous last words, κύριοι.
«Καλησπέρα, τι να
φτιάξω;», είπε ο γλυκύτατος
ψήστης. «Γεια σας, θέλω
μια πίτα καλαμάκι χοιρινό, απ’ όλα χωρίς
ντομάτα». Τόσο εύκολο.
Γατάκια, που νομίζατε ότι σας έχω και
ανάγκη. Ο γλυκούλης ψήστης κοίταξε μια
πίσω μου, τα… φιλαράκια μου που είχαν
πεθάνει στα γέλια (μα γιατί;), πήρε ένα
συνωμοτικό ύφος και πήγε να μου ετοιμάσει
το φαγάκι μου. Και μου το φερε. Ένα υπέροχο
τυλιχτό με κοτόπουλο, μαρουλάκι, κίτρινη
σάλτσα, άπειρη πατάτα και ένα πορτοκαλί
καλαμάκι από πάνω. «Δε με είπες αν ήθελες
καμία αλοιφή και στο έκανα σκέτο.» Τι
γίνεται ρε παιδιά; Τι αλοιφή; Τι καλαμάκι;
Τι γίνεται εδώ;
Και
τότε θυμήθηκα… Θυμήθηκα μες στη σούρα
μου την αιώνια διαμάχη με το καλαμάκι.
Εις μάτην προσπαθούσα να θέσω το
επιχείρημά μου περι «λεπτού,
μικρού καλαμίου στο οποίο είναι περασμένο
το κρέας, aka καλαμ-άκι».
Ανένδοτοι. Ε τι να κάνω, πεινούσα, πέταξα
το καλαμάκι, «εκείνο
π’ρουφάν» κι έφαγα το
υπόλοιπο γιγάντιο «σάντουιτς». Ναι, το
λένε σάντουιτς. Όχι, δεν έχει απαραίτητα
ψωμί. Ήταν ακόμα ένα σοκ, όταν άλλη μέρα,
σε ταχυφαγείο ζήτησα ένα σάντουιτς
ζαμπόν – τυρί. Είμαι σίγουρη ότι η κοπέλα
έπαθε πολιτισμικό σοκ. Γιατί, ας το
οραματιστούμε λίγο. Ζήτησα στη χριστιανή
ένα σάντουιτς (δηλαδή τυλιχτό σουβάκι
σε αθηναικούς όρους) με ζαμπόν και φέτα.
ΝΑΙ, τυρί είναι η φέτα! Οπότε έμεινε να
με κοιτάει με το μακρόστενο ψωμάκι στο
χέρι, και έχοντας κάνει και λίγο tilt
το κεφάλι της, σαν τα
κουτάβια. Καθάρισε η φιλενάδα μου,
βγάζοντας όλους μας από τη δύσκολη θέση. Την συζήτηση με τα τυριά και τα κασέρια δε θα την παραθέσω, προς τιμήν των φίλων θεσσαλονικιών που παραδέχτηκαν ότι είναι φάουλ όταν λένε οτιδήποτε κίτρινο κυκλοφορεί «κασέρι». Αγάπη μόνο, βρε.
Εντάξει
λοιπόν, οι διαφορές μας είναι μεγάλες.
Και στον τρόπο που μιλάμε και στις λέξεις
που χρησιμοποιούμε και στον τρόπο που
διασκεδάζουμε. Ναι, συνάντησα άτομα
πολύ κουλ και άνετα με τις διαφορές μας,
συνάντησα και άτομα με τεράστια κόμπλεξ,
που δεν έχαναν ευκαιρία να τα βγάλουν
με προσβολές. Αλλά, την αμαρτία μου θα
την πω. Δεν έχω γνωρίσει πιο ανοιχτόκαρδους
και φιλόξενους ανθρώπους. Ανθρώπους
που θα σου ανοίξουν και το σπίτι και την
αγκαλιά τους, που θα σε κάνουν να νιώσεις
υπέροχα. Που θα σε διασκεδάσουν. Μπορεί
να είναι το κλίμα πιο κρύο από την Αθήνα,
αλλά οι άνθρωποι είναι πιο ζεστοί. Έφευγα
με τις καλύτερες εικόνες και τις
ομορφότερες αναμνήσεις. Πλέον η άνεσή
μας, είχε περάσει σε τέτοιο επίπεδο που
τους κορόιδευα ανοιχτά και χωρίς να με
τρομοκρατούν.
Στο
αεροδρόμιο, κατά τον αποχαιρετισμό κι
ενώ προσπαθούσα -με επιχειρήματα- να
τους εξηγήσω το λόγο που δε θα τα «έβρισκα»
ποτέ με θεσσαλονικιό και ότι καλή η
παρέα σας αλλά την Αθήνα δεν την αλλάζω
με τίποτα, το κάρμα επέλεξε να παίξει
μαζί μου. Γιατί στη διπλανή μου θέση,
γνώρισα τα πιο όμορφα και ζεστά μάτια
που θα μπορούσα να δω. Μου χαμογέλασε.
Ρίγησα. Νομίζω ερωτεύτηκα, σας λέω. Μου
συστήθηκε και με κοίταξε με νόημα.
«Και
δε με λες, ανεβαίνεις συχνά Θεσσαλονίκη;»