Τις περισσότερες φορές, ή σχεδόν
πάντα, ο ασθενής του κτηνίατρου όχι μόνο δεν είναι συνεργάσιμος αλλά μπορεί
δυνητικά το πιο ήρεμο και ευάγωγο ζωάκι, να γίνει δύστροπο και επιθετικό
εξαιτίας των χειρισμών σ’ ένα ιατρείο.
Απ’ την άλλη υπάρχουν εξετάσεις
που για να γίνουν σωστά και να έχουμε ασφαλή κι ακριβή συμπεράσματα
προϋποθέτουν την πλήρη ακινητοποίηση του ζώου (π. χ ακτινολογικός έλεγχος,
υπέρηχος, οφθαλμοσκόπηση και η αξονική- μαγνητική τομογραφία, καθαρισμός
τραύματος, εξαγωγή ξένου σώματος -άγανου- από το αυτί κ.ά).
Έτσι η φαρμακευτική καταστολή στα
ζώα είναι απαραίτητη κατά περίπτωση. Το ερώτημα που βασανίζει τους ιδιοκτήτες
των ζώων αλλά και συχνά τους κτηνιάτρους είναι το αν είναι προτιμότερο να
χορηγηθεί «μέθη» ή γενική αναισθησία. Η συντριπτική
πλειοψηφία των ιδιοκτητών θεωρεί ως δεδομένο πως η «μέθη» είναι ασφαλέστερος
τρόπος καταστολής απʾ ότι η γενική αναισθησία. Κατά πόσο, όμως, αυτό είναι
σωστό;
Η «μέθη» είναι ένας μη
επιστημονικός όρος, ο οποίος χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία κατάσταση
κατά την οποία ο ασθενής είναι αρκετά ήρεμος κι έχει μειωμένη αίσθηση του πόνου
ώστε να μπορεί να δεχτεί τη διενέργεια μικροεπεμβάσεων. Ως «μέθη» παλαιότερα
ονομαζόταν η «ενσυνείδητη ηρέμηση».
Επιστημονικά χαρακτηρίζεται σαν μέθη η «επεμβατική ηρέμηση και αναλγησία»
ενώ χορηγούνται ηρεμιστικά φάρμακα τα οποία σε μικρές δόσεις δεν
καταστέλλουν ή καταστέλλουν ελάχιστα το καρδιαγγειακό σύστημα, με την
ταυτόχρονη χορήγηση φαρμάκων που προκαλούν αναλγησία και ελαφρά μυοχάλαση. Η
ηρέμηση που προκαλούν αυτά τα φάρμακα είναι ήπια ή μέτρια, ανάλογα με τη
δοσολογία και το συνδυασμό των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται.
Αντίθετα, για τη χορήγηση ελαφριάς
γενικής αναισθησίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μικρή δόση φάρμακα τα οποία
προκαλούν μικρότερη καταστολή του καρδιαγγειακού συστήματος ενώ ταυτόχρονα οι
ζωτικές λειτουργίες του ζώου ελέγχονται με τη χρήση των monitors.
Αν και κατά τη διάρκεια της
γενικής αναισθησίας οι αντιδράσεις του οργανισμού σε συμβάντα όπως η υπόταση
είναι περιορισμένες, ο γιατρός μπορεί να τα προλάβει ή να τα αντιμετωπίσει εν
τη γενέσει τους, εφόσον οι ζωτικές λειτουργίες του ζώου ελέγχονται ταυτόχρονα.
Αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει με τη βαθιά ηρέμηση καθώς ο έλεγχος των ζωτικών
λειτουργιών είναι πολύ περιορισμένος.
Επίσης, για τη διενέργεια γενικής
αναισθησίας χορηγούνται φάρμακα με μικρή χρονική διάρκεια δράσης κι άρα είναι
πολύ πιο εύκολο να μειώσουμε το βάθος της αναισθησίας χωρίς να διακόψουμε την
εξέταση που θέλουμε να διενεργήσουμε. Αυτό είναι αδύνατο με τα περισσότερα
φάρμακα που χορηγούνται για βαθιά ηρέμηση.
Για όλους τους παραπάνω λόγους,
αλλά και ανάλογα με το περιστατικό και την εμπειρία του κτηνιάτρου, η γενική
αναισθησία μπορεί κάποιες φορές να είναι ασφαλέστερη μέθοδος καταστολής απʾ τη
βαθιά ηρέμηση, την οποία στην κοινή καθομιλουμένη συνηθίζουμε να ονομάζουμε
«μέθη».
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η
ασφάλεια του ασθενούς καθορίζεται περισσότερο απʾ την εξειδίκευση και την
εμπειρία του γιατρού που χορηγεί την καταστολή. Στα χέρια ενός έμπειρου κι
ευσυνείδητου κτηνίατρου όλες οι μέθοδοι μπορεί να είναι εξίσου ασφαλείς, και
βεβαίως είναι εξαιρετικά ουσιαστικό να είμαστε ευζωικοί καθ’ όλη τη διάρκεια
των χειρισμών, ώστε να μην προκαλούμε πόνο ή αγωνία στους μικρούς μας φίλους.