Το ήξερες. Ερχόταν.
Δεν μπορούσες να το γλυτώσεις. Ήταν πάλι
μια από εκείνες τις εποχές του χρόνου που η ελευθερία σου κι η αυτονομία σου θα
θυσιάζονταν στο βωμό της προσπάθειας σου ν’ αλλάξεις παραστάσεις απ’ την
καθημερινή σου σάπια ρουτίνα.
Θα πήγαινες για μερικές μέρες, μέσα στην άδειά σου, να
μείνεις με τους γονείς σου. Κι η κόλαση
ανοίγει τις πύλες της. Δεν είναι η έλλειψη wifi που θα σε κάνει να νιώσεις
ότι γυρίζεις στην εποχή του χαλκού. Καλά
εντάξει. Ίσως λίγο αυτό.
Όσο
σνομπ κι αν ακούγεται, δεν ήσουν ο κλασικός τύπος που μένει στην πρωτεύουσα κι
όποτε επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του αισθάνεται σαν ταξιδιώτης του
χρόνου που απ’ το 2017 πάει στο 1886 περίπου (καθώς αυτή είναι πολλές φορές η εικόνα
της ελληνικής επαρχίας. Έναν αιώνα πίσω).
Δεν μπορούσες όμως πάρα ν’ αναγνωρίσεις κάποια απ’ τα σαφή μειονεκτήματα
του να μένεις μακριά απ’ τον πολιτισμό.
Θες ένα 24ωρο μαγαζί γιατί κάτι χρειάστηκες στις 3 τα
ξημερώματα – δεν υπάρχει. Χρειάζεσαι
επειγόντως νοσοκομείο κι υπάρχουν τα εξής σενάρια: Είσαι στο Καστελόριζο –
περνάς στην Τουρκία απέναντι να βρεις νοσοκομείο. Αλλιώς πεθαίνεις. Είσαι στο
Αγρίνιο, πας οδικώς ή στα Γιάννενα ή στην Πάτρα που έχει ανθρώπινο νοσοκομείο.
Αλλιώς πεθαίνεις. Είσαι στην Σύρο, πας με ελικόπτερο στην Αθήνα. Αλλιώς
πεθαίνεις.
Πέρα από τα θέματα υγείας, η διαφορά νοοτροπίας είναι κάτι
που δεν μπορείς ν’ αντέξεις. Και δε
μιλάμε για «βλαχους», καθώς ο βλάχος με την αρχική του σημασία έχει τιμητική
έννοια.
Είναι
ανυπόφορη η αδιακρισία του να σε βλέπει η γριά στο δρόμο του χωριού και να σε
ρωτάει το κλασικό «τίνος είσαι συ». Είναι τραγικό να καταλαβαίνεις πως είσαι
σαν τη μύγα μέσα στο γάλα επειδή είσαι αξύριστος, ενώ όλοι οι ντόπιοι για
κάποιο μυστήριο λόγο είναι ξυρισμένοι.
Απαράδεκτο να σου κόβει κλήση ο ντόπιος τροχονόμος για παράνομη
στάθμευση επειδή έχεις αθηναϊκές πινακίδες και φυσικά να μη γράφει αυτούς που
έχουν τοπικές πινακίδες στα αυτοκίνητά τους.
Κινδυνεύεις να βρεθείς στη φυλακή καθώς είσαι ένα βήμα πριν
κατέβεις απ’ το αμάξι και βουτήξεις απ’ το λαιμό τον μπάρμπα που πηγαίνει με 17
περίπου χιλ./ώρα στο μονόδρομο (φυσικά) του χωριού μπροστά σου. Έχεις πάθει εσύ ναρκοληψία επειδή δεν
μπορείς να φύγεις και περιμένεις πότε θα φτάσει στον προορισμό του. Ο οποίος
φυσικά και είναι το καφενείο του χωριού για να πιει ούζα.
Το
μόνο παρήγορο σ’ αυτήν την κατάσταση είναι πως θα είσαι εκεί, εκτός έδρας, μόνο για λίγες ημέρες. Μετά θα
μπορείς να επιστρέψεις στην απομόνωσή σου και στην αποξένωση της πόλης, η οποία
πολύ σου άρεσε.
Δε χρειάζεται όλοι να μιλάνε με όλους και κάθε ανθρώπινη
διάδραση να συνοδεύεται από εγκαρδιότητα κι οικειότητα. Καταστάσεις που δε
χρειάζεται πολύ για να μετατραπούν σε ενόχληση κι αδιακρισία.
Αφού απέφυγες περίτεχνα μια ορδή από γιαγιάδες που βγήκαν
από μια εκκλησία, πήγες προς το σπίτι σου. Εκεί είχες τις κλασικές φιλοφρονήσεις
από τη μάνα σου (πάχυνες, τι κάνεις στη ζωή σου, πότε θα παντρευτείς). Σ’ ενημέρωσε
φυσικά ότι το απόγευμα θα έρθουν θείες και ξαδέρφια να σε δουν.
Εκείνη
η συνομοταξία ανθρώπων που χαίρονται όταν αρρωσταίνεις, είναι ευτυχισμένοι όταν
είσαι δυστυχισμένος και φυσικά όταν σε απολύσουν από τη δουλειά σου φροντίζουν
πάντα να σε συγκρίνουν με τον ξάδερφο σου που φέτος έγινε CEO στην Microsoft.
Αλλά φροντίζουν πάντα να σε πάρουν τηλέφωνο στη γιορτή σου,
για να ακολουθήσουν περίπου 3 λεπτά αμήχανης συζήτησης κατά την οποία
σχολιάζετε κυρίως για το τι και το είχε κάνει και την ατάκα «μπράβο παιδάκι
μου, για σένα είναι η ζωή».
Άνοιξες
διάπλατα την πόρτα κι έτρεξες στο δρόμο. Η ιδέα ότι το σπίτι θα γέμιζε
με αντιπαθητικούς
ανθρώπους, τους οποίους δεν είχες επιλέξει να έχεις στη ζωή σου, σε απωθούσε.
Μπήκες στο αμάξι. Σε 2 ώρες ήσουν Αθήνα.
Στο
τηλέφωνο η μάνα σου δεν είχε σταματήσει να καλεί. Σχεδόν άκουγες τις κατάρες
της μέσα απ’ τον ήχο κλήσης επειδή η θεία Μερόπη θα έλεγε σ’ όλους στο χωριό
ότι είχες φύγει πριν τους χαιρετήσεις.
Φίλους δεν είχες. Ήταν επιλογή σου όμως κάποια στιγμή να
αποκτήσεις κάποιους. Τρόπος όμως να
βγάλεις από τη ζωή σου τους συγγενείς δεν υπήρχε.
Εκεί που οδηγείς στην Πατρών – Κορίνθου ανοίγεις το
παράθυρο. Πετάς το κινητό έξω.
Στο player βάζεις να παίζει μουσική.