Η πρώτη έξοδος χωρίς παιδιά είναι κάτι σαν μυστική αποστολή για κάθε γονιό: ένα μικρό θαύμα μέσα στην καθημερινή τρέλα και την αδιάκοπη φροντίδα. Μετά από μήνες ή χρόνια που η προσοχή είναι στραμμένη στα παιδιά, αυτή η βραδιά «εμείς» ξαναθυμίζει ποιοι είμαστε πίσω από τον τίτλο «μαμά» και «μπαμπάς». Είναι το restart που ανανεώνει τη σχέση, ξεκουράζει το μυαλό και γεμίζει τις μπαταρίες για την οικογενειακή ζωή που συνεχίζεται αδιάκοπα.
Ξεκίνησε με ένα μήνυμα:
– Μήπως να βγούμε ένα βράδυ οι δυο μας;
– Πού;
– Οπουδήποτε αρκεί να είμαστε εγώ και εσύ.
Και έτσι, μετά από σχεδόν δύο χρόνια με ένα παιδί να κρέμεται από το πόδι μου κι άλλο ένα να με ρωτάει «μαμά, γιατί τα σύννεφα δεν πέφτουν;» στις 22:47 το βράδυ, αποφασίσαμε:
Θα βγούμε. Μόνοι. Χωρίς. Παιδιά.
Αχ, η πρώτη έξοδος χωρίς παιδιά! Aυτό το σχεδόν μυθικό γεγονός, που το περιμένεις σαν Πάσχα-Χριστούγεννα μαζί και όταν τελικά έρθει… ξεχνάς πώς να φερθείς σαν άνθρωπος που δεν κουβαλά μωρομάντηλα στην τσάντα.
Η πρώτη «απόδραση» με τον σύντροφό σου — όχι για γάμο, όχι για βάπτιση, αλλά για εσάς. Καθαρή, γνήσια, τίμια έξοδο.
Ο ενθουσιασμός.
Η πρώτη αντίδραση; Ευφορία.
Σαν να σου είπαν ότι κέρδισες κρουαζιέρα.
“Θα ντυθώ!”
“Θα φορέσω σκουλαρίκια!”
“Θα βαφτώ!”
“Θα φάμε με δύο χέρια!”
“Θα μιλήσουμε χωρίς να μας διακόψει κανείς!”
Ετοίμασα ρούχα από το πρωί. Ξεσκόνισα τσάντα που δεν έχει πάνες. Έβαλα άρωμα.
Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και ψιθύρισα: “Είσαι ακόμα εδώ. Κρυμμένη πίσω από τις πιτζάμες και το ρύζι με κοτόπουλο. Αλλά είσαι εδώ. Και επιτέλους θα βγεις με τον σύντροφό σου.”
Η οργάνωση.
Για να βγούμε, φυσικά, χρειάστηκαν τα εξής:
Ολόκληρο excel για το πρόγραμμα του babysitting: γεύμα, ύπνος, παραμύθι, θερμοκρασία δωματίου, emergency επαφές.
Check list στο ψυγείο: «ΜΗΝ δώσεις μέλι στο μωρό. Ούτε καφέ. Ούτε κινητό. Να τσεκάρεις για κακά.»
Πρόβες αποχωρισμού από το μεσημέρι:
«Η μαμά και ο μπαμπάς θα πάνε λίγο έξω και θα γυρίσουν! Όπως η Πέππα όταν πήγε στο παντοπωλείο!»
Η έξοδος είναι γεγονός.
Φτάνουμε στο εστιατόριο. Κανείς δεν κουβαλά σακίδιο. Κανείς δεν έχει πλαστελίνες.
Κοιταζόμαστε. Σιωπή.
“Εμ… εσύ τι κάνεις; Όλα καλά στη δουλειά;”
“Καλά, καλά. Τα παιδιά τι να κάνουν;”
“Αχ, ναι, να πάρουμε τη μαμά σου ένα τηλέφωνο να δούμε αν…”
STOP.
Όχι.
Δε θα περάσει έτσι η βραδιά.
Παραγγέλνουμε κοκτέιλ. Το πίνουμε ζεστό (δεν πρόλαβε να παγώσει γιατί δεν μας διέκοψε κανείς).
Μιλάμε. Κανονικά. Για εμάς. Θυμόμαστε ότι πριν τα παιδιά, ήμασταν και άνθρωποι. Με ενδιαφέροντα. Με χιούμορ. Με… βλέμμα που δε λέει “βάλε πλυντήριο”.
Και για μισή στιγμή, εκεί κάπου ανάμεσα στο δεύτερο ποτήρι κρασί και στο σοκολατένιο επιδόρπιο, νιώθω σαν ραντεβού.
Σαν πριν. Ίσως και καλύτερα. Γιατί τώρα έχει βάθος. Έχει παρελθόν. Έχει κώδικες. Έχει… μαθημένη αγάπη.
Η επιστροφή.
Στις 23:08, χασμουριέμαι.
Στις 23:15, είμαστε σπίτι.
Στις 23:17, κοιτάμε φωτογραφίες των παιδιών στο κινητό και λέμε:
“Πόσο καιρό είπαμε λείπουμε; Μιάμιση ώρα;”
Τα βρίσκουμε να κοιμούνται. Τα κοιτάμε από την άκρη της πόρτας και η καρδιά μας μαλακώνει. Αισθανόμαστε υπερήφανοι που τα καταφέραμε παραδόξως, αλλά που είναι και ασφαλή στα κρεβάτια τους. Ξεντύνομαι αθόρυβα και ξαπλώνω στο κρεβάτι και απλά χώνομαι στη αγκαλιά του και αποκοιμιέμαι.
Αλλά για λίγο…είχαμε βγει.
Για λίγο, θυμηθήκαμε ποιοι είμαστε εκτός από “μαμά” και “μπαμπάς”. Θυμηθήκαμε τα παλιά και πώς είναι να κουβεντιάζεις.
Η πρώτη έξοδος χωρίς τα παιδιά δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη.
Είναι αυτό το μικρό restart που σε επανασυνδέει με τον σύντροφό σου, με τον εαυτό σου, με τον λόγο που μπήκες σ’ όλο αυτό το θαύμα-τρέλα που λέγεται οικογένεια.
Και ναι, το παιδί μπορεί να έκλαψε λίγο. Μπορεί να ήπιε νερό απ’ το λάστιχο. Αλλά επέζησε. Κι εμείς… θυμηθήκαμε να ζήσουμε λίγο κι εμείς. Αστειευτήκαμε , γελάσαμε δυνατά, περάσαμε ωραία και το είχαμε ανάγκη, και έτσι ξανά γεμίσαμε τις μπαταρίες για πίσω στη καθημερινή ρουτίνα, η οποία είναι κουραστική και αδιάκοπη, αλλά συνάμα φανταστική.