Πόσες φορές είπες στον εαυτό σου «εγκαταλείπω»;
Πόσες φορές βούλιαξες στην απελπισία γιατί όλα πήγαιναν στραβά; Κι ύστερα,
πόσες φορές χαμογέλασες στο πρόβλημά σου λέγοντας «θα τα καταφέρω»; Μην αναρωτηθείς, θα
τρομάξεις.
Είναι στη
φύση του ανθρώπου να τα βλέπει όλα σκοτεινά.
Αν το δεις από μια πλευρά είναι τελείως
μαζοχιστικό. Βασανιζόμαστε από τα προβλήματά μας, αρρωσταίνουμε από τη θλίψη
και το άγχος μας και δεν ανοίγουμε τα μάτια μας καλύτερα για να δούμε πως η
λύση, τις περισσότερες φορές, είναι ακριβώς δίπλα μας.
Κι
αποδεδειγμένα δεν είναι πάντα μόνο μία.
Τα ίδια τα
μαθηματικά μας έχουν αποδείξει, πως για κάθε πρόβλημα, υπάρχουν παραπάνω από
μία λύσεις. Ίσως για να μας μπερδεύει. Ίσως για να μας παιδεύει ή ίσως πάλι για
να έχουμε απ’ το ίδιο το πρόβλημα το δικαίωμα της επιλογής.
Έχω αρχίσει να πιστεύω πως οι λύσεις στα
προβλήματά μας είναι θέμα εγωισμού, όσο περίεργο κι αν σας ακούγεται. Είναι που
δε μας αρέσουν τα εύκολα και δυσκολεύουμε τη ζωή μας. Είναι κι αυτή η βλακώδης
φιλοσοφία που μας έχει καταστρέψει. Ότι τα εύκολα είναι για τους φυγόπονους.
Λες κι είναι ντροπή ν’ αναζητάς τις εύκολες λύσεις, όταν έχεις τόσα άλλα
δυσκολότερα θέματα να επιλύσεις.
Απ’ την άλλη,
αν δεν τα κάναμε δύσκολα, να μην αναπτύσσαμε σ’ αυτό το σημείο τις ανθρώπινες
σχέσεις. Δε θα εμπιστευόμασταν, δε θα
χρειαζόμασταν, δε θα αγαπούσαμε και δε θα ελπίζαμε. Πάντα εναποθέτουμε τις
ελπίδες μας στους άλλους. Κάπου στο μυαλό μας τους έχουμε σαν τους κρυφούς
μεσσίες. Γι’ αυτό τις χάνουμε κι εύκολα.
Γιατί
ελπίζουμε πως όλοι σκέφτονται και τρέχουν για το δικό μας καλό όταν εμείς το
έχουμε ανάγκη. Φανταστείτε λοιπόν μια ζωή, όπου όλοι τα καταφέρνουν όλα μόνοι
τους. Πόσο αυταρχικοί θα ήμασταν με τους γύρω μας; Εδώ τώρα και προσποιούμαστε τους αήττητους. Τίποτα δε μας νικάει και δε
μας ρίχνει, εκτός από τον χρόνο.
Παρατηρείστε
πόσο συχνά κοιτάτε ένα ρολόι ή πόσο συχνά λέτε «δεν προλαβαίνω». Περισσότερες
φορές απ’ όσες μπορεί να κοιτάξετε κάτι όμορφο. Ένα τοπίο, έναν άνθρωπο . Αυτά τα βαριόμαστε. Τα συνηθίζουμε και κάποια
στιγμή αδιαφορούμε. Ενώ ο χρόνος. Πόσο αυταρχικοί είμαστε μαζί του. Η μοναδική
του ικανότητα να μη μας φτάνει ποτέ είναι που μας γοητεύει. Η ταχύτητά του κι η
αδιαφορία του.
Σκεφτείτε πως
είναι η μοναδική αίσθηση σ’ αυτό τον κόσμο που δεν την ενδιαφέρει αν ανάρρωσες,
αν είσαι καλά, αν μεγάλωσες, απλώς τον νοιάζει να περάσει και ν’ αφήσει το
σημάδι του. Στα φυτά τα φύλλα, στα ζώα την οικογένεια και στον άνθρωπο, το
θάνατο. Σκλάβοι του είμαστε κι ας μην το
παραδεχόμαστε. Σκλάβοι εγκλωβισμένοι σε μια ψευδαίσθηση.
Καθαρή ψευδαίσθηση είναι ο χρόνος που κάποια
στιγμή κάποιος τον έκανε ιδέα κι αργότερα όλη η ανθρωπότητα τον έκανε ανάγκη.
Ανάγκη για
τη δουλειά μας, για τα παιδιά μας, για τον ύπνο μας, για όλα. Πιστεύω πως τον
κάναμε ανάγκη για να υπενθυμίζει στο ανθρώπινο γένος πως υπάρχει και κάτι εκεί
έξω που δε νικιέται ούτε από την επιστήμη, ούτε από το μυαλό. Κι αυτά που ακούγονται περί μηχανής του
χρόνου και προηγούμενες ζωές, ψεύτικα είναι όλα .
Φήμες προκειμένου να πούμε
πως κάναμε κάτι και σ’ αυτό. Πως το νικήσαμε.
Μόνο και
μόνο για να ικανοποιηθεί το ανθρώπινο μας γόητρο πως μπορούμε τα πάντα.
Παρ’ όλα αυτά βουλιάζουμε στο ποτήρι με το
νερό μας, στους δείκτες ενός ρολογιού, σ’ ένα «άγνωστο» που απλώς ξέρουμε πως
θα έρθει. Κι η ελπίδα στέκεται απέναντι να δει πότε θα τη κυνηγήσουμε.
Εμείς είμαστε
το μαχαίρι, εμείς κι η πληγή. Ο χρόνος
είναι απλώς μια ψευδή υπενθύμιση πως τίποτα δε περιμένει, δεν επιμένει και δε
μένει για πάντα.