Ο μπαμπάς της οικογένειας. Ο σύντροφος. Ο γενναίος συνοδοιπόρος. Ο άνθρωπος που… δεν ξέρει πού είναι το κορδόνι του παιδιού, αλλά είναι εκεί. Που δεν ξέρει πού είναι η κρέμα αλλαγής πάνας αλλά είναι εκεί.
Είναι εκεί όταν η μαμά έχει να κοιμηθεί 3 μέρες και 2 ζωές. Της λέει “πήγαινε να ξαπλώσεις λίγο”, και την ίδια στιγμή, το ένα παιδί έχει λερώσει, το άλλο κλαίει γιατί έσπασε το μπισκότο του στα δύο κι εκείνος ψάχνει να βρει το μωρομάντηλο (το οποίο φυσικά είναι μπροστά του).
Ο μπαμπάς που προσπαθεί.
Δε θυμάται πώς διπλώνεται το καρότσι. Πιέζει κουμπιά σαν να αφοπλίζει βόμβα. Καταλήγει να το βάζει στο πορτμπαγκάζ όπως-όπως, διπλωμένο “κατά 70%”. Αλλά είναι εκεί.
Ο μπαμπάς που μαγειρεύει.
Ή μάλλον, βράζει τα μακαρόνια. Όχι πολλά -“έτσι για ένα πιάτο”. Τελικά καταλήγει με κατσαρόλα που θα μπορούσε να ταΐσει κατασκήνωση. Αλλά τα παιδιά τον αγαπούν, γιατί βάζει πολλή κέτσαπ.
Ο μπαμπάς που κάνει μπάνιο τα παιδιά.
Μετατρέπει το μπάνιο σε πισίνα. Το νερό στο πάτωμα μοιάζει με μικρό τσουνάμι. Φωνάζει: “ΜΗ ΡΙΧΝΕΙΣ ΤΟ ΝΕΡΟ ΕΞΩ!” ενώ το σαμπουάν στάζει απ’ το δικό του κεφάλι. Αλλά στο τέλος, τα παιδιά είναι καθαρά (περίπου) κι ευτυχισμένα (σίγουρα).
Ο μπαμπάς που παίζει.
Σκαρφαλώνει στα πατώματα, γίνεται δεινόσαυρος, παίζει βαρελάκια, κάνει τον ιππότη, μετατρέπεται σε μυστικό πράκτορα και φυσικά σούπερ ήρωας. Χάνει συνεχώς στο UNO, υποπτεύεται ότι τον κοροϊδεύουν, αλλά γελάει δυνατά. Γιατί παίζει στ’ αλήθεια. Και αυτό μετράει.
Ο μπαμπάς που είναι σύμμαχος.
Δεν ξέρει πάντα πώς να βοηθήσει. Ρωτάει: “Τι να κάνω;” κι η μαμά θέλει να απαντήσει “όλα”. Αλλά εκείνος προσπαθεί. Πλένει, καθαρίζει, κοιμίζει, τραγουδάει νανουρίσματα με φωνή σαν ξεκούρδιστο ραδιόφωνο και πλάθει ιστορίες με τη φαντασία του. Και τα παιδιά ηρεμούν -όχι από το τραγούδι ή από το παραμύθι, αλλά από την παρουσία του.
Ο μπαμπάς που αγαπά.
Ίσως πιο αθόρυβα. Πιο… πρακτικά. Μέσα από ένα “πήγαινε εσύ, το κρατάω εγώ”, μέσα από ένα “έκανα καφέ, θα τον πιείς ζεστό (για πρώτη φορά μετά από 3 χρόνια)”.
Γιατί αυτός ο μπαμπάς είναι εκεί.
Κουρασμένος, αγχωμένος, καμιά φορά λίγο χαμένος. Αλλά εκεί. Πλάι στη μαμά, πλάι στα παιδιά του, πλάι στην οικογένειά του.
Και μόνο γι’ αυτό, είναι λίγο ήρωας. Ήρωας με πιτζάμες, καφέ στο χέρι, και δύο παιδιά να τον σκαρφαλώνουν σαν μαϊμουδάκια.
Και αυτό δεν θα το άλλαζε με τίποτα.
Κι αν όλα τα παραπάνω μοιάζουν με σενάριο κωμωδίας, η αλήθεια είναι πως η καθημερινή σκηνή της οικογένειας γράφεται χωρίς σενάριο -με λεκέδες από σάλτσα, παιδικά γέλια σαν soundtrack και μερικά «πού πήγε πάλι το παγούρι;» για ατάκα–κλειδί.
Ο μπαμπάς δεν χρειάζεται μανδύα ούτε ραβδί. Χρειάζεται απλώς να βγάζει τα παπούτσια του στην είσοδο, να γονατίζει στο ύψος των παιδιών και να λέει «εδώ είμαι». Κάθε φορά που το κάνει, ο κόσμος τους μεγαλώνει λίγο και η κούραση της μαμάς μικραίνει.
Γιατί μπορεί να μη βρίσκει ποτέ τα μωρομάντηλα ή για πολλοστή φορά θα ρωτήσει που είναι το καθετί, αλλά βρίσκει πάντα τον δρόμο να γυρίσει σπίτι. Κι αυτό είναι, τελικά, το μόνο που μετράει.