Ακούω στο ραδιόφωνο ένα γνώριμο τραγούδι της σειράς «…μαυρισμένο σώμα, σοκολοτοχρώμα», ο ήλιος να
γίνεται γλυκά εθιστικός και το αριστερό μου χέρι πήρε ήδη χρώμα ταξιτζή.
«Ζούμε», λέει η διαφήμιση, «στην ομορφότερη χώρα του
κόσμου». Τουριστική κατ’ εξοχήν χώρα όλο το έτος, με άριστο κλίμα, μακροχρόνια
παράδοση, πλούσιο αρχαιολογικό θησαυρό.
Αντί, όμως να προάγουμε μέσα μας και έξω μας όλο αυτό,
τουναντίον βιώνουμε τον τόπο μας ως homo touristicus, ένα σύγχρονο είδος
τουρίστα που θα βάλει το δίχαλο παντόφλα, θα τσακωθεί για ξαπλώστρα και θα
παίξει ατελείωτη ρακέτα με λάδι στο κορμί έτοιμος για τηγάνι και καφεδούμπα
δροσιστική.
Αυτή είναι η Ελλάδα μας, έτσι αντιμετωπίζουμε τον τόπο
μας.
Έχουμε περάσει από διάφορα στάδια ταξιδιωτικής «εθνικής
υπερηφάνειας». Αρχικά μείναμε προσκολλημένοι σε μια αρχαιολαγνεία κι
αρχαιοπροσκόλληση που, όμως, δεν έχει προχωρήσει μέσα μας. Τα μνημεία
χρησιμοποιήθηκαν ως κέντρο διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης και πειστήριο
ιστορικής συνέχειας. Δεύτερο βήμα η αγάπη στο ελληνικό φολκλόρ, συρτάκι,
σουβλάκι, greek mouzaka και greek kamaki. Τρίτο βήμα, όχι τουρισμός , όχι
ταξίδια, αλλά διακοπές.
Την ίδια ακριβώς λογική ακολούθησαν και οι τουρίστες είτε
Έλληνες είτε ξένοι.
Παλιότερα, οι ξένοι που επισκέπτονταν τη χώρα μας διακατέχονταν
από θαυμασμό για την κλασική εποχή. Μόνο δέος και σεβασμός στην περιήγησή τους.
Σήμερα οι περισσότεροι μόνο σωματικές απολαύσεις αναζητούν. Η μαγεία του
αρχαίου κόσμου δεν τους λέει τίποτα, η αναζήτηση έχει να κάνει με επιθυμία για
αλλαγή, φυγή από την καθημερινότητα και εκτόνωση.
Παρόμοιο υλιστικό πνεύμα επικρατεί και στους συμπατριώτες
μας και θα προσθέσω εδώ και την κοινωνική προβολή. Δεν είναι η εσωτερική ανάγκη
του ταξιδιού να φύγω για να ανακαλύψω τον τόπο μου άρα και την ταυτότητά μου. Είναι
η ανάγκη να φύγω να πάω σε επώνυμο ξενοδοχείο με ημιδιατροφή, να βγάλω selfie
με μαύρισμα τζαμαϊκανής να σκάσουν οι
οχτροί μου. Με λίγα λόγια καταναλωτικό πνεύμα, βιασύνη και προχειρότητα.
Τα ταξίδια του σύγχρονου ανθρώπου δυστυχώς ξεκινούν με
κύριο σκοπό την επιθυμία να διακόψει (=διακοπές) λίγο από την πληκτική και
τετριμμένη ζωή του. Η περιέργεια μπορεί να μη λείπει από την επιλογή του τόπου,
αλλά μπαίνει σε δεύτερη μοίρα γιατί ο πόθος της φυγής υπερτερεί.
Σε γενικές γραμμές έτσι πιστεύουμε πως έχουν τα πράγματα.
Ασφαλώς ούτε η περιέργεια ούτε η επιθυμία της γνώσης έχουν πάψει να αποτελούν
κριτήρια επιλογής, αλλά η σημασία τους μειώνεται κάτω απ’ την πίεση που
δημιουργεί η ανάγκη της φυγής.
Το βάρος λοιπόν δεν πέφτει στην εξερεύνηση και στην αναζήτηση
αλλά στην ίδια την αλλαγή: ό,τι
περισσότερο λείπει απ’ την καθημερινή ζωή του ανθρώπου (π.χ. η έντονη νυχτερινή
ζωή). Αυτό επιδιώκει στις διακοπές του και ό, τι περισσότερο κυριαρχεί (π.χ.
πρωινή αφύπνιση) αυτό αποφεύγει. Δίχως κατʾ ανάγκη να είναι απορριπτέα μια
τέτοια στάση, κρύβει έναν κίνδυνο: η εκτόνωση είναι πράξη αποφόρτισης
συσσωρευμένων συναισθημάτων και, αν στα ταξίδια δεν πλαισιώνεται από άλλες
δημιουργικές δραστηριότητες, αφήνει τον άνθρωπο πνευματικά και ψυχικά κενό μπροστά στην καθημερινότητα, που είναι
υπεύθυνη για τη συσσώρευση αυτών των συναισθημάτων.
Κατά συνέπεια, αφού αδειάζουμε στην κυριολεξία και όχι
κατά το πολυχρησιμοποιημένο «γεμίζουμε μπαταρίες» επιστρέφουμε περισσότερο
κενοί από ποτέ. Ίσως και κουρασμένοι ή απογοητευμένοι γιατί δεν ήταν αυτό που
προσδοκούσαμε.
Γιʾ αυτό, λοιπόν, τώρα που μπαίνουμε σε καλοκαιρινό mood,
ας προσπαθήσουμε να προγραμματίσουμε τα ταξίδια μας όχι ως διακοπή αλλά
παράλληλα ως αναψυχή και δημιουργία.