Αυτό που τα γρανάζια το ενός βάζουν σε κίνηση τα γρανάζια του άλλου… Διαβάζοντας το άρθρο της περασμένης εβδομάδας για τον Kurt Cobain, πήρε το μυαλό μου φωτιά. Με πέταξε πίσω στη δική μου εφηβεία. Μια εφηβεία διαφορετική.
Όπου οι ανάγκες των άλλων ήταν πιο επιτακτικές απ’ τις δικές μου. Όπου το παιδί που ήμουν, δεν τράφηκε με αγάπη, αλλά με καθήκον. Όπου η εφηβεία δεν είχε το δικαίωμα να ξεδιπλώσει τα φτερά της.
Πειθήνια και μουδιασμένη. Χωρίς χώρο για εξεγέρσεις, αποκαθήλωση κι αμφισβήτηση. Μια flat κατάσταση. Απλά εστιασμένη στο να γίνουν αυτά που χρειάζονταν να γίνουν. Προσγειωμένη και πρακτική. Δίχως εξάρσεις, δίχως χρόνο να γνωρίσω εμένα. Μια επανάσταση μισοτελειωμένη, λειψή. Που κρατούσε τα προσχήματα.
Κάπως έτσι πέρασε, μα δεν πέρασε συνάμα. Καθώς δεν υπήρξε το περιθώριο αλλά κι οι συναισθηματικές μου δεξιότητες δεν είχαν αναπτυχθεί, μου πήρε καιρό ν’ αρχίσω να γνωρίζω τον εαυτό μου, να βρω ποια είμαι και τι θέλω.
Και μέχρι πρόσφατα, ένιωθα ότι χρειάζεται να κρύβομαι και να ευχαριστώ τους άλλους για να είμαι αποδεκτή, ν’ αξίζω. Κι εγώ; Κάπου εκεί στο βάθος να αχνοφαίνομαι. Να περιμένω κάποιον άλλο να με βρει και να με πάρει από το χέρι, να με αγαπήσει για να μπορέσω κι εγώ με τη σειρά μου να μ’ αγαπήσω.
Πώς περνάν τα χρόνια, όταν πιάνεσαι σ’ αυτούς τους τροχούς… Το αποτέλεσμα ήταν το αναμενόμενο. Αφού δεν είχα μπει στη διαδικασία να με αγαπήσω εγώ, δε με αγάπησε πραγματικά κανείς όπως ήμουν κι όπως χρειαζόμουν.
Βρέθηκαν άνθρωποι που αγάπησαν μια εικόνα μου, αυτή που έπλασαν στο μυαλό τους. Όχι άδικα, τώρα που το σκέφτομαι, αφού δεν είδαν πραγματικά εμένα. Εμένα; Γιατί, εγώ με έβλεπα;
Άλλοι πάλι αγάπησαν αυτά που τους παρείχα ή αυτά που τους έκανα να νιώθουν κοντά μου. Το καλύτερο στο κράτησα για το τέλος. Ποτέ δεν μπήκα στη διαδικασία να βάλω όρια, έστω κι αργά, να πω τι μου αρέσει και τι όχι. Απλά, κάποια στιγμή εξαφανιζόμουν, όταν πια δεν άντεχα άλλο.
Απλά, χωρίς δράματα και με τα πάντα δικαιολογημένα στο κεφάλι μου. Χωρίς να σκεφτώ ποτέ ότι ο απέναντι μου είναι ο μάντης Κάλχας και, με κάποια επιφοίτηση, θα έπρεπε να γνωρίζει τι θέλω, τι με ευχαριστεί, πώς θέλω να χρειάζομαι να αγαπηθώ.
Κάθε φορά, μετά από κάθε τέλος, να νιώθω πιο μικρή, να νιώθω ότι πρέπει να προσπαθήσω περισσότερο. Με το παιδί μέσα μου να νιώθει ότι ζητιανεύει την αγάπη. Με τον έφηβο εαυτό μου να στριφογυρνά νευρικά.
Μια πληγή που βάθαινε και γινόταν παράπονο, μέχρι που κακοφόρμισε κι έσκασε. Ενώ η λύση ήταν τόσο απλή. Χρειάστηκε να φτάσω στον πάτο για να με κοιτάξω επιτέλους, να με γνωρίσω και να με πάρω μια τεράστια αγκαλιά.
Ήταν στη δική μου ζεστή αγκαλιά που, επιτέλους, άρχισαν να κολλάνε όλα τα σπασμένα. Ήταν σε εκείνες τις ώρες σιωπής, όπου μόνη με τον εαυτό μου, συζητούσα λάθη και σωστά, αποφάσιζα τι ήταν καλό και άξιζε να μείνει στη ζωή μου. Τι χρειάζεται αλλαγή.
Μέσα από αυτή την πορεία, μέρα τη μέρα, όλο και πιο κοντά ερχόμουν σε μένα. Όλο και περισσότερο άρχιζα να ανακαλύπτω το τεράστιο δυναμικό που κρύβω μέσα μου και να με θαυμάζω.
Τότε και μόνο τότε μπήκαν στη ζωή μου οι άνθρωποι εκείνοι που με είδαν όπως είμαι και με αγάπησαν γι’ αυτό!