Αγαπητοί αναγνώστες, υπάρχει ένα βασικό πράγμα που θα πρέπει να γνωρίζετε
για εμάς τους αρθρογράφους, κατ’ επέκταση και τους συγγραφείς.
Οτιδήποτε
συμβαίνει στην καθημερινότητά μας, είναι πολύτιμο υλικό για τα κείμενά μας.
Οποιαδήποτε κουβέντα ή συμπεριφορά, καταγράφεται αυτολεξεί στο σημειωματάριο του
μυαλού μας κι είναι έτοιμα να ξεχυθούν στο χαρτί ή στον υπολογιστή μας.
Αν
τυχόν σας πέρασε από το μυαλό πως θ’ αφήσουμε ανεκμετάλλευτες τις πληροφορίες
που μας δίδονται τόσο απλόχερα, είστε βαθιά γελασμένοι.
Σημερινή πηγή έμπνευσης λοιπόν, αν και στην πραγματικότητα είναι απλή
καταγραφή γεγονότων, αποτελεί η πρώτη μέρα στην καινούργια δουλειά.
Από πού ν’
αρχίσω και πού να τελειώσω, πώς να χωρέσω τόσα πράγματα σε λίγες λέξεις, δεν
ξέρω.
Γνωστός γνωστού του μπατζανάκη του ξαδέλφου μιας φίλης σου,
σου προτείνει να πας για συνέντευξη στο μαγαζί που εργάζεται μιας που
ζητάνε προσωπικό κι εσύ είσαι άνεργος.
Και πας λοιπόν, αφού έχεις ξυπνήσει από
τα χαράματα να κάνεις beauté, και με το που φτάνεις,
με το «καλημέρα σας», στην κυριολεξία, βλέπεις έναν τυπάκο να σε κοζάρει από
πάνω μέχρι κάτω.
Χωρίς καν να σε ρωτήσει τ’ όνομά σου λέει: «Πήγαινε στο γραφείο, βάλε ποδιά
κι έλα». Σκαλώνεις λίγο, εσύ για συνέντευξη πήγες, «δε γαμιέται, ας κάνω καλή
εντύπωση» λες και κάνεις ό,τι σου είπε.
Σου δείχνει το νεροχύτη με το βλέμμα του και σου λέει να ξεκινήσεις.
Ξεφυσάς και ξεκινάς. Αντιμετωπίζεις ένα χάος, αναμφίβολα. Είσαι σίγουρος ότι
περίμεναν πώς και πώς τη στιγμή που θα φτάσεις για τη «συνέντευξη» για να σου
φορτώσουν ό,τι δεν έχουν καθαρίσει εδώ και δέκα χρόνια.
Αφού, λοιπόν, ξεμπερδεύεις με το Όρος Σινά (aka πιατομάνι κλπ) πας να
κάνεις ένα βήμα και τρως μια υπερτέλεια τούμπα αφού κάποιος έριξε λάδια και δεν
τα καθάρισε ποτέ. Σηκώνεσαι πονεμένος, κανένας δε σου έχει δώσει σημασία,
ψάχνεις καθαριστικά, μαζεύεις.
Εκείνη τη στιγμή, βγαίνει από την αποθήκη μία τύπισσα γεμάτη ξινίλα η οποία
κατεβάζει καντήλια (ξέρετε αγίους κλπ), γενικά κι αόριστα, χωρίς να δείχνει ν’
απευθύνεται συγκεκριμένα σε κάποιον, καθώς περιφέρεται περιμετρικά της
κουζίνας. Όταν φτάνει το βλέμμα της σ’ εσένα σε πιάνει απ’ τα μούτρα και σου
λέει γιατί κάθεσαι χωρίς να κάνεις κάτι.
Μη θέλοντας να δώσεις πάτημα να σχηματίσουν κακή εικόνα για σένα, αρκείσαι
σ’ ένα «ξέρετε, εγώ δε γνωρίζω τι πρέπει να κάνω, δε μου έχουν πει τίποτα, ήρθα
μόνο για μία συνέντευξη και μ’ έβαλαν εδώ».
Αρχίζει να μουγκρίζει –τύπου λες και της έβρισες την οικογένεια ξέρω γω και
συνεχίζει τον καντηλομονόλογό της. Την αγνοείς και συνεχίζεις να κάνεις ό,τι
σου ζητάνε μετά από λίγο.
Φτάνει η στιγμή που σε καλεί ο εργοδότης να συζητήσετε. Σου λέει τα
καθέκαστα (μισθό, ώρες και ημέρες εργασίας). Χωρίς να σου πεις ποιες είναι οι
αρμοδιότητες σου. Δηλαδή, ως τι θα με προσλάβεις ρε πουλάκι μου; Να ξέρω!
Έπειτα από την ερώτηση που του έκανες και την απάντηση που έλαβες,
συνειδητοποίησες πως απλά θα είσαι το παιδί για όλες τις δουλειές, χαμαλίκι εν
ολίγοις. «Οκ, δε γαμιέται, δεν έχω κάποια καλύτερη προσφορά αυτή την περίοδο»
σκέφτεσαι. Και ξεκινάς κανονικά δουλειά λοιπόν.
Όλα καλά, όλα ωραία, ανταποκρίνεσαι σε κάθε θέλημα, κάνεις όλες τις
δουλειές, συνεργάζεσαι άψογα με τους συναδέλφους σου κλπ κλπ.
Και τι ωραία και τι καλά που θα ήταν όλα αν δεν υπήρχε η κλασσική
γκόμενα-με πηδάει το αφεντικό που νομίζει πως επειδή ανοίγει τα πόδια της
μπορείς να μας κάνει ό,τι θέλει. Ναι, ναι γι αυτή την ξινισμένη λέω,
τελικά είναι η έτσι του εργοδότη σου, αλλά στ’ αρχίδια σου εσένα, ξεκάθαρα!
Είναι απ’ αυτές που νομίζουν πως όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από το
μουνί τους και πως όλα τα προβλήματα που προκύπτουν αφορούν όλο τον υπόλοιπο
κόσμο, εκτός από εκείνες.
Η συγκεκριμένη δε, πρέπει να χε όνειρο να γίνει στρατιωτικός, να μην έβγαλε
τα μόρια που έπρεπε για να περάσει στη σχολή και να γαντζώθηκε από άλλου είδους
μόριο που θεωρεί πως της επιτρέπει να διατάζει τους πάντες. Τύπου, ένα-δύο
προσοχή, μην ακούω τσιμουδιά, σου ξέφυγε ένα ψίχουλο εδώ πέσε και παίρνε καμιά
50άρα κοιλιακούς για τιμωρία και τα σχετικά.
Λίγο αργότερα, φέρνει και τα κουτσούβελά της που, διόλου ήσυχα δεν είναι,
να πηγαινοέρχονται, σχεδόν επίτηδες, την ώρα που εσύ σκουπίζεις και
σφουγγαρίζεις μεταφέροντας σε όοοοολο το μαγαζί τα σκουπίδια και γεμίζοντας
πατημασιές τα πλακάκια που μόλις είχες γυαλίσει.
Να σημειωθεί ότι ένα από τα πιτσιρίκια της γλίστρησε στα
φρεσκοσφουγγαρισμένα πλακάκια κι έπεσε και σου έβαλε τις φωνές. Ναι, ρε φίλε,
λες και φταις εσύ ξέρω γω που κάνεις τη δουλειά σου.
Την κοιτάζεις με ύφος «άκου να δεις, κυρά μου, επειδή σε πηδάει το αφεντικό
δε θα μου κάνεις εμένα τη ζωή πατίνι» δε λες τίποτα ωστόσο και συνεχίζεις τις
δουλειές σου.
Λίγο αργότερα, ένα από τ’ αξιολάτρευτα παιδάκια της θέλει να κάνει την
ανάγκη του. Σου ζητάει να το πας. Τα πας. Σου ζητάει να το σκουπίσεις. Εμ,
σόρρυ, γουάτ; «Απ’ όσο ξέρω δε με προσλάβατε ούτε ως νταντά, ούτε ως
παιδαγωγό. Αν σας ενδιαφέρουν αυτές οι υπηρεσίες, να το συζητήσουμε, να σας πω
πόσο αμείβομαι γι αυτές μου τις υπηρεσίες, να τα βρούμε». Την αφήνεις μαλάκα.
Κάπου στο πεντάωρο που δουλεύεις, δεν έχεις κάνει διάλειμμα ούτε για την
ανάγκη σου κι έχει το θράσος η μαλακισμένη να σου λέει ότι κωλοβαράς.
«Άσε μας, κουκλίτσα μου, που σου έκανα το μαγαζί να μοιάζει με μαγαζί κι
όχι με στάβλο όπως πριν και θα μου πεις ότι κωλοβαράω κι όλας». Πάλι όμως το
κατάπιες και δε μίλησες.
Φτάνει το τέλος της βάρδιάς σου, ετοιμάζεσαι να φύγεις και σε σταματάει.
«Πού πας εσύ; Τελείωσες τις δουλειές σου;» «Μάλιστα» αποκρίνεσαι, «και είναι η
ώρα να φύγω, 7 τελειώνει η βάρδιά μου». «Και, λοιπόν, τι σημαίνει αυτό; Εδώ δε
λειτουργούμε με το ρολόι, ό,τι ώρα τελειώσεις θα φύγεις!»
«Εγώ συμφώνησα να συνεργαστώ με το μαγαζί σας βάσει των ενημερώσεων που
είχα. Ότι θα σχολάω στις 7, ας πούμε, κι όχι ό,τι ώρα σας καπνίσει εσάς. Όσο για
το αν έχω τελειώσει τις δουλειές μου, μπορείτε να κοιτάξετε γύρω σας και να
δείτε ότι το μαγαζί αστράφτει! Όπως έρχομαι στην ώρα μου, έτσι θα φεύγω και
στην προκαθορισμένη ώρα. Αν δε σας κάνω, μπορείτε να μου το πείτε.» Αυτή τη φορά δεν
κρατήθηκες και τα είπες, πολύ κομψά ωστόσο για τα νεύρα που είχες.
Μιλάς με τον εργοδότη σου, σου λέει ότι θα φεύγεις στην ώρα σου (πάρτα
μαλακισμένη!), ετοιμάζεσαι, ρίχνεις υπεροπτική ματιά και φεύγεις.
Όλοι οι συνάδελφοί σου σε κοιτούν με θαυμασμό, ζήλεια κι απορία ταυτόχρονα,
αφενός γιατί δεν έχουν τολμήσει να της αντιμιλήσουν, αφετέρου γιατί ήρθες
τελευταίος και φεύγεις πρώτος (έχοντας υπερκαλύψει τις ανάγκες και τις
απαιτήσεις που έχουν από εσένα).
Νιώθεις γαμάτος καθώς ρουφάς την πρώτη γουλιά από τον απολαυστικό καφέ σου
μετά από τόσες ώρες εργασίας και σκέφτεσαι. «Άραγε γιατί δε μιλούσα
τόσο καιρό σε άλλες δουλειές που μου έκαναν τη ζωή κόλαση; Τα πάντα ρυθμίζονται
αν έχεις αυτοσεβασμό και αυτοεκτίμηση.»
Ηθικό δίδαγμα της ημέρας;
Μη δέχεσαι να γίνεις σκλαβάκι κανενός, τα χρήματα που λαμβάνεις από την
εργασία σου, τα κερδίζεις με την αξία σου.
Μην ντραπείς να μιλήσεις!