Ήρθες ξανά. Ήρθες να μου
ξεκαθαρίσεις πως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση μεταξύ μας. Δε
γίνεται να μου μιλάς, να μʾ αγγίζεις, να με φιλάς και να μη μ’ έχεις δίπλα σου. Κι είχες δίκιο. Ούτε εγώ το
αντέχω. Ξέρεις πώς νιώθω για σένα. Ό,τι κι αν έγινε δεν έπαψα να σ’ αγαπώ.
Δε λήγει η αγάπη άλλωστε επειδή ήρθε ένας χωρισμός.
Έχεις προβλήματα και τα γνωρίζω,
μα δεν έχεις κανέναν να σε στηρίξει.
Δε φαντάζεσαι πόσο πολύ θα ήθελα
να είμαι δίπλα σου και να σε βοηθήσω, να τα λύσουμε όλα μαζί, όπως τότε. Ξέρω
πολύ καλά όμως, ότι δε γίνεται.
Κάθε μέρα μου τηλεφωνείς. Τα
βράδια έρχεσαι απʾ το σπίτι μου. Μπορώ να κρατηθώ και να μη σου τηλεφωνήσω,
μπορώ ν’ αντέξω να
μη σου στείλω ένα μήνυμα. Δεν μπορώ να μη σηκώσω το κινητό, όμως, όταν με
καλείς. Είναι ανέφικτο.
Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί για
πολλούς λόγους που δε χρειάζεται ν’ αναφέρω γιατί τους γνωρίζουμε κι οι
δύο πολύ καλά. Μα αυτό δε σημαίνει πως δε με πονάει ο χωρισμός μας. Σε
πληγώνω χωρίς να το θέλω. Κι αυτό πονάει διπλά. Θέλω να είσαι χαρούμενος.
Λειτουργούμε σαν depon ο ένας για
τον άλλον. Ή μάλλον καλύτερα, σαν ναρκωτικό. Παίρνουμε τη δόση μας για να
μπορέσουμε να κοιμηθούμε ήρεμα το βράδυ.
Μόνο που όταν εθίζεσαι σ’ ένα ναρκωτικό, αρχίζει να σε καταστρέφει. Κι
ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και σ’ εμάς.
Πρέπει να απεξαρτηθούμε ο ένας απ’ τον άλλον.
Με κρατούσες αγκαλιά και μου
χαμογελούσες. Με κοιτούσες και δεν ήξερα αν θέλω να κλάψω ή να γελάσω. Τελικά
τα έκανα και τα δύο. Ταυτόχρονα. Αφού ηρέμησα, σου είπα πως θα ήθελα δύο
πράγματα ακόμα.
Πέρα απ’ το γεγονός ότι βρισκόμουν στην αγκαλιά σου,
ήθελα ενα ζεστό τσάι κι ένα τσιγάρο. Έβαλες μπροστά το αμάξι και πήγαμε στο
κοντινότερο 24ώρο. Σε κοίταξα που βγήκες απ’ την πόρτα κι αναρωτήθηκα. Επέστρεψες λίγα
λεπτά αργότερα μ’ ένα
ποτήρι τσάι ανά χείρας κι ένα πακέτο τσιγάρα.
Που να πάρει, ρε διάολε, ό,τι σου
ζητήσω θα το κάνεις; Σταμάτα να είσαι τόσο τέλειος, δε με βοηθάς να σε
ξεπεράσω.
«Κάθε επιθυμία σου είναι διαταγή
μου, ποντίκι μου» είπες και χαμογέλασες.
«Ποντίκι». Έτσι με αποκαλούσες τα
τελευταία δύο χρόνια. Ύστερα από εκείνη τη φωτογραφία που σου είχα στείλει κι
έλεγες πως το μουσούδι μου έμοιαζε με χαμστεράκι. Δεν κολακεύτηκα ιδιαίτερα,
αλλά στην πορεία λάτρεψα αυτό το παρατσούκλι γιατί ήταν δικό μας. Μόνο εσύ
ήξερες γιατί με φώναζες έτσι. Και το έλεγες με τόσο γλυκό τρόπο.
Μείναμε λίγο ακόμα στο αυτοκίνητο
τινάζοντας τις στάχτες απʾ τα τσιγάρα μας στο άδειο ποτήρι του τσαγιού.
«Θα κάνω το τσιγάρο και θα φύγω»
είπα.
Τελείωσε όλο το πακέτο. Η ώρα
είχε φτάσει πέντε το ξημέρωμα και δεν είχα συνειδητοποιήσει πως μιλούσαμε εφτά
ώρες. Ποτέ δεν καταλάβαινα πώς περνούσε τόσο γρήγορα η ώρα μαζί σου.
«Δε θέλω να μου πεις πού
καταλήξαμε. Θα φύγω τώρα, θ’ ανέβω στο
σπίτι, θα με πάρεις να μου πεις ότι έφτασες και θα πούμε καληνύχτα. Από εκεί
και πέρα, ό,τι μέλλει γενέσθαι».
Αυτές ήταν οι τελευταίες μου
κουβέντες. Σε φίλησα κι ανέβηκα τα σκαλοπάτια.
Είπαμε και την καληνύχτα μας κι
όλα καλά. Δεν ήξερα αν πρέπει να περιμένω κάτι.
Ένα τηλεφώνημα το επόμενο βράδυ
ήρθε να ταράξει την ηρεμία μου.
«Συγγνώμη για την ενόχληση, πήρα
να σου πω κάτι τελευταίο που πιστεύω πως πρέπει να γνωρίζεις. Φεύγω. Θα πάω στο
εξωτερικό».
Τι; Πώς; Πού; Πότε και γιατί;
Έπαθα σοκ. Δεν ήξερα πως ν’ αντιδράσω.
Πρέπει να φύγεις, είπες. Θα είναι
καλύτερα για όλους. Κουράστηκες να παλεύεις τους δαίμονές σου και πάντα να σε
νικούν.
Αποφάσισες να φύγεις για μια άλλη
χώρα, να δουλέψεις και να μείνεις εκεί. Κι όταν σου είπα πως εκεί θα είναι όλοι
ξένοι, μου είπες πως εδώ νιώθεις ξένος ανάμεσα σε τόσους γνωστούς. Και δεν
ήξερα τι να πω. Δε θέλησες να μου πεις τον προορισμό σου. Ίσως για να μην
αφήσεις κανένα σημείο επαφής.
Πρέπει να φύγεις, είπες, για να μʾ
αφήσεις στην ησυχία μου. Γιατί όσο βρίσκεσαι εδώ, κάθε βράδυ θα είσαι κάτω από
το σπίτι μου. Πρέπει να το κάνεις για το καλό όλων.
Αν ήμουν λίγο περισσότερο
εγωίστρια, θα έτρεχα στο αεροδρόμιο να σε προλάβω και να σε σταματήσω. Μα δε
γουστάρω να κόψω τα φτερά που μόλις άνοιξες. Πήρες το ρίσκο να κάνεις μια
προσπάθεια για μια νέα αρχή. Και σε θαυμάζω γιατί χρειάστηκαν πολλά κιλά
αρχίδια για να το κάνεις αυτό.
Δε θα σε σταματήσω, αγάπη μου.
Και κυρίως δε θα το κάνω γιατί ακόμα κι αν μείνεις, εμείς δεν έχουμε κάποιον
μέλλον.
Σου ζήτησα να σε δω για τελευταία
φορά πριν φύγεις. Αρνήθηκες. Φοβάσαι, είπες, πως αν με δεις θα μετανιώσεις την
επιλογή σου. Κι είναι κρίμα. Δεν επέμεινα, απλά το σεβάστηκα.
Σκέφτηκα πως μπορεί να μου έκανες
πλάκα. Είπες πως δε θα συνέχιζες μια πλάκα, αν μ’ άκουγες να κλαίω. Δεν έχω άλλο λόγο, λοιπόν,
να μη σε πιστέψω. Ξέρω πόσο μαγκάκι είσαι για να παλέψεις να πατήσεις στα πόδια
σου μόνος σου.
Σου ευχήθηκα καλή τύχη κι έτσι
κλείσαμε.
Έχω να σου πω, όμως, κάτι
τελευταίο.
Επειδή είμαι μια ανυπόφορα συναισθηματική ονειροπόλα,
δε θα πάψω να πιστεύω στο κάρμα και τις συγκυρίες. Φαντάζομαι μια μέρα,
μετά από χρόνια που θα συναντηθούμε ξανά, μεγαλωμένοι πια και πιο ώριμοι. Θα
έχουμε αλλάξει, μα η αγάπη μας δε θα ʾχει σβήσει. Και τότε θα έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία
να γνωριστούμε απʾ την αρχή.
Απλά θα περιμένω. Και θα είμαι
πάντα στη καρδιά σου, σ’ όποιο
μέρος του κόσμου και να πας. Θα σε ακολουθώ σε κάθε σου βήμα. Βουβά. Αθόρυβα.
Μα θα ξέρεις πως θα είμαι
εκεί.