Είναι, λοιπόν, κάποιες στιγμές,
που κάθεσαι στο σπίτι και δεν έχεις τι να κάνεις. Χαζεύεις τηλεόραση, βλέπεις
βιντεάκια στο YouTube, διαβάζεις
ό,τι βρεις στην αρχική σου σελίδα και περιμένεις να περάσει η ώρα για να
νυστάξεις και να περάσει κι αυτή η μέρα. Τίποτα ιδιαίτερο, τίποτα σημαντικό που
να σε γεμίζει.
Ξάφνου, ακούγεται ο ήχος του
μηνύματος και σκέφτεσαι ότι θα είναι η κολλητή σου ή κάποιος άκυρος που σε
θυμήθηκε πάλι. Κι όμως, είναι ένα μήνυμα που μπορεί να σου φτιάξει όλη τη
διάθεση. Ένα τυπικό ενδιαφέρον για το πώς είσαι, ένα «τι κάνεις» και «πώς
πέρασες την ημέρα σου».
Τόσο απλό, τόσο ανθρώπινο που θα
μπορούσε να σε ρωτήσει ο οποιοσδήποτε, κι όμως εσένα σου δημιουργεί ένα
απέραντο χαμόγελο ευτυχίας στα χείλη. Χωρίς καμία αφορμή.
Το κοιτάζεις επίμονα, απαντάς,
συνομιλείς και κατά τη διάρκεια της κουβέντας πιάνεις τον εαυτό σου να
ενθουσιάζεται με το καθετί. Με τη φατσούλα με το φιλάκι που σου έστειλε, το
ηχητικό μήνυμα που προτίμησε να σου στείλει αποφεύγοντας τον γραπτό, άψυχο λόγο
και που σ’ έκανε να τ’ ακούς ξανά και ξανά μέχρι να αποστηθίσεις κάθε νότα που
έβγαινε από τα χείλη του.
Ακούς μερικά τραγούδια κι
αρχίζεις να σκέφτεσαι εικόνες μαζί του. Τι όμορφα που θα ήταν αν βγαίνατε μια
βόλτα ένα ηλιόλουστο πρωί, πίνοντας τον πρώτο καφέ της ημέρας, ή πόσο θα σου
άρεσε να αράξετε σε μια πλατεία μιλώντας με τις ώρες ώσπου να σας χωρίσει το
ξημέρωμα.
Δεν είναι κάτι δύσκολο κι ούτε
ξέρεις αν θα θέλει κι ο άλλος, μα φοβάσαι να το ζητήσεις. Φοβάσαι να κάνεις
κάποια κίνηση, να τολμήσεις να κάνεις κάποια πρόταση μήπως και σε ακυρώσει. Θα
νιώσεις άσχημα, αμήχανα, δε θα ξέρεις πώς να τον ξανακοιτάξεις. Και πάνω απ’
όλα δε θέλεις να υπάρχει η πιθανότητα της απόρριψης. Δυστυχώς όμως, δεν μπορείς
να ξέρεις. Η συμπεριφορά τουμυστήρια.
Μία κρύο, μία ζέστη. Και ξέρεις,
είναι ωραίο αυτό το παιχνίδι που παίζεται με τους διακόπτες μία στο on και
μια στο off μα, θα ήταν ακόμα καλύτερο αν γνώριζες
έστω τις προθέσεις του. Το σκωτσέζικο ντουζ, το mindfuck, το rollercoaster των συναισθημάτων είναι ο πιο σύντομος
δρόμος της επιτυχίας σ’ ένα φλερτ. Τι γίνεται, όμως, όταν δε γνωρίζεις καν αν
μιλάμε για φλερτ;
Τα σημάδια άπειρα. Σκέφτεσαι πως
μπορεί να είναι η ιδέα σου επειδή σ’ έχει κυριεύσει ένας απίστευτος
ενθουσιασμός και το καθετί μικρό μπορεί στο μυαλό σου να το βλέπεις διαφορετικά
λόγω της επιθυμίας σου. Ρωτάς, λοιπόν, τους φίλους σου, τους λες όλα όσα σε
κάνουν να πιστεύεις πως σε θέλει κι εκείνοι, απαντώντας αντικειμενικά, σου λένε
πως έχεις δίκιο.
Σκέφτεσαι πιθανούς λόγους που
μπορεί να μην έχει προχωρήσει περαιτέρω, γιατί να μη σου έχει ζητήσει, ας πούμε,
ένα ραντεβού. Βρίσκεις πολλούς, αλλά εύχεσαι να μην πέφτεις μέσα σε κανέναν.
Εκτός από το ενδεχόμενο να είναι ντροπαλός. Αυτό, αργά ή γρήγορα, λύνεται και
κανείς δε βιάζεται.
Αλλά είναι κι αυτό το πράγμα που
έχεις να νιώσεις πολύ καιρό. Αυτό το καρδιοχτύπι όταν τον αντικρίζεις, αυτό το
έντονο βλέμμα που τον κοιτάζεις χωρίς καν να το καταλαβαίνεις και που προδίδει
τις προθέσεις σου. Είναι η ταχυπαλμία που σε πιάνει όταν ακούς μήνυμα κι
ελπίζεις να είναι εκείνος. Είναι που θέλεις τόσα να πεις και προσπαθείς να τα
φέρεις με έμμεσο τρόπο για να μην πληγωθείς από τις απαντήσεις.
Δεν είναι που φοβάσαι να
πληγωθείς και χτίζεις άμυνες -άλλωστε, κάποια στιγμή θα γίνει, κάποιος θα
βρεθεί να σε πληγώσει είτε το περιμένεις είτε όχι. Οπότε δεν έχει λογική. Είναι
που δε θέλεις να πληγωθείς προτού προλάβεις να ζήσεις έστω κάτι μαζί του. Να πεις
πως άξιζε η πληγή που σου δημιούργησε κι ας είναι μεγαλύτερη από εκείνη που θα
είχες αν ύψωνες τείχη. Τουλάχιστον θα έχεις πάρει μια τζούρα από εκείνον.
Αμφιταλαντεύεσαι συνεχώς και δεν
ξέρεις πώς πρέπει να λειτουργήσεις. Να δώσεις κι άλλες ενδείξεις πως
γουστάρεις; Να περιμένεις κάποια κίνηση από εκείνον; Ή να τα πεις όλα χύμα και
να μην υπολογίσεις τίποτα;
Παράξενα τα πράγματα κι εσύ στο
μεταίχμιο καψούρας κι αυτοσυγκράτησης. Είσαι σίγουρος πως, όχι μόνο έχεις
δαγκώσει τη λαμαρίνα, αλλά την κατάπιες και τη χώνεψες κιόλας. Σκέφτεσαι πως
ίσως αν τον γνωρίσεις καλύτερα να υπάρξει κάτι που θα σε ξενερώσει αλλά είσαι
τόσο ενθουσιασμένος αυτή τη στιγμή, που δε σε νοιάζει.
Αξίζει άραγε να πάρεις το ρίσκο
ακόμη μία φορά και να πεις στα ίσια όσα θες; Μήπως να περίμενες λίγο ακόμα να
δεις αντιδράσεις; Εξάλλου, όλο αυτό τα παιχνίδι δεν είναι που σου είχε λείψει;
Ζησ’ το λοιπόν κι όπου σε βγάλει.
Κάνε λίγη υπομονή και προσπάθησε
να καταλάβεις τι αισθάνεται. Αν δε δεις κάτι που να σε βοηθάει κι έχει περάσει καιρός,
μίλησε του κι ό,τι γίνει.
Ακόμα φοβάσαι; Σε καταλαβαίνω.
Αλλά βοήθησε ποτέ ο φόβος σε τέτοιες καταστάσεις; Δε νομίζω.
Έχοντας στο νου μου τη γνώριμη
μελωδία από ένα αγαπημένο τραγούδι, το μόνο που θέλω είναι να κάνεις πράξη κάθε
του στίχο. Να περνάω μαζί σου έντονα μα και ήσυχα βράδια. Κλεφτά ή φανερά. Δεν
έχει σημασία.
Κλέψε με και βάλε με στη ζωή σου.
Αν δεν μπορείς, θα το δεχτώ. Μα
εγώ, κάθε μέρα θα σε κλέβω και κάθε βράδυ θα σε γυρίζω. Έτσι, θα είμαστε
καλυμμένοι κι οι δυο. Εσύ με την πραγματικότητά σου κι εγώ με το παραμύθι μου.
Θα μου κρατάς συντροφιά ακόμα κι
αν δε θα είσαι εδώ. Θα κλέβω τις λέξεις σου, τις μελωδίες της φωνής σου.
Θα κλέβω το γέλιο σου, το άρωμά
σου, την αφή σου και το πείσμα σου. Θα κλέβω τις στιγμές σου και θα τις έχω στο
μυαλό μου έτσι ώστε κι αν χαθείς, να έχω κάτι να θυμάμαι.
Αλλά ακόμα ελπίζω πως δε θα
χρειαστεί να κλέψω τίποτα επειδή θα μου τα προσφέρεις απλόχερα.
Κάνε με να μη βγω λάθος…