Υπάρχουν πολλά είδη ανθρώπων εκεί
έξω, δύο εκ των οποίων μου σπάνε τα νεύρα: Αυτοί
που φοβούνται κι αυτοί που γλύφουν.
Οι πρώτοι γιατί επέτρεψαν στον
εαυτό τους να λυγίσει κάτω απʼ τους φόβους τους κι έμειναν κρυμμένοι εκεί κι οι
δεύτεροι επειδή προσπαθούν να ξεφύγουν μια ζωή απʼ την πρώτη κατηγορία.
Το μόνο που κατάφεραν στην
υπερπροσπάθειά τους αυτή, ήταν να πάρουν αδιαφορία απʼ τον περίγυρο. Έπαθαν,
ακριβώς, ότι φοβούνταν.
Μπορώ νʼ αντέξω όποιον φοβάται να
διεκδικήσει την προσοχή ενός συντρόφου. Αλήθεια, μπορώ!
Ίσως δεν ξέρει τι να πει, ίσως
δεν έμαθε ποτέ του τον τρόπο. Ίσως να έχει τρομάξει απʼ τις εμπειρίες του.
Όμως ποτέ του ο φοβητσιάρης δε θα
γίνει κουραστικός. Δε θα προκαλέσει άβολες ματιές και στραβά χαμόγελα ανάμεσα
σε παρέες. Δεν θα γίνει αποκρουστικός ή γλοιώδης. Ήρθε, έκανε την
προσπάθεια του και απήλθε. Με το κεφάλι του ψηλά και την ουρά στα πόδια.
Απʼ την άλλη υπάρχει ένας τύπος
που συναντάμε συνέχεια στο περιβάλλον μας που θα τον λέγαμε σαλιάρη. Μπορεί να είναι άντρας ή γυναίκα
που σέρνεται για λίγη προσοχή. Πέφτει στα πατώματα και απλόχερα μοιράζει ό,τι
διαθέτει (κορμί, λεφτά χρόνο) σε όποιον/α του γυαλίσει, μήπως και καταφέρει να
αναπληρώσει το εγκεφαλικά βαρετό κενό του.
Με την πρώτη ευκαιρία που κάτι θα
του κεντρίσει το ενδιαφέρον θα ξεχάσει τη σοβαρότητα που προσπάθησε να του
μάθει η οικογένειά του και θα ψάξει έμμεσους, βλακώδεις τρόπους για να γίνει
αρεστός στα δεδομένα σου.
Μπορεί στην αρχή να είναι
κολακευτική η προσπάθειά του. Μετά, όμως, θα βιάσει χρονικά την οποιαδήποτε
επαφή με σκοπό να μη φύγει μπακούρι.
Άλλο η επιμονή σε
φυσιολογικά επίπεδα κι άλλο μην καταλαβαίνει το «όχι» και να μην παίρνει
τα χαμπάρια του, όταν τον απορρίπτουν στην ψύχρα.
Είναι διαφορετικό να κάνεις
την προσπάθειά σου κι άλλο να σου αρέσει η γεύση της χυλόπιτας. Αν θέλεις,
φίλε μου, να φας καμιά πίτα, τυρόπιτα, χυλόπιτα, παστουρμαδόπιτα πήγαινε στον
φούρνο της γειτονιάς σου.
Ενώ το άκυρο θα συνεχίσει να
αναβοσβήνει μʼ επιγραφή neonπάνω από τʼ κεφάλι του για όλη την υπόλοιπη βραδιά, εκείνος δε
λέει να ξεκουβαλήσει χωρίς να πάρει ένα τηλέφωνο ή έστω ένα όνομα για το Facebook.
Με τα χίλια ζόρια θα δώσεις ένα
στοιχείο μήπως και τον ξεφορτωθείς, ενώ εκείνος την ίδια στιγμή με το
κινητό παντόφλα τελευταίας τεχνολογίας και με επεξεργαστή που φυσάει θα σου
έχει στείλει κιόλας αίτημα.
Φίλε ή φίλη (γιατί έχουν ξεφύγει
κι οι γυναίκες) το ότι έκανες ένα σχόλιο ή ένα like δε
σημαίνει πως θα γαμήσεις κιόλας. Κανείς δεν το κατάφερε μόνο και μόνο επειδή
έκανε like σε κάθε
ανάρτηση και κάθε φωτογραφία. Το
γεγονός πως δε σε έχει μπλοκάρει ο άλλος απʼ τις αναρτήσεις του είναι
απλά επειδή δεν τον νοιάζει ούτε αν θα σχολιάσεις, ούτε αν θα σου αρέσει, ούτε
αν δεν θα σου αρέσει. Παρ’ το χαμπάρι έχει να ασχοληθεί με καλύτερα πράγματα.
Εσύ μάλλον όχι, ε;
Θα μάθεις όμως. Θα μάθεις και δεν
πρόκειται να ξαναπαρασυρθείς από τις ορμές σου. Έτσι, τουλάχιστον, θα λες μέσα
σου για να προστατέψεις τον θιγμένο εγωισμό σου. Θα το παίξεις λίγο περήφανος
και θα πεις πως δεν θα ξανασχολιάσεις αφού δεν βλέπεις ανταπόκριση.
Μπορεί να ρωτήσεις, αν έχεις
κάνει κάτι που τον ενόχλησε και για αυτό δεν απαντάει. Σώπα, ρε, το κατάλαβες!
Ούτε εξίσωση να έλυνες. Αλλά αυτό γρήγορα θα σου περάσει και κλασικά δε
θα αλλάξεις. Δε θα κάνεις στροφή 180 και θα σταματήσεις.
Απλώς θα γίνεις λίγο πιο υποχθόνιος,
θα συνεχίσεις να στέλνεις, να καλημερίζεις ή να καληνυχτίζεις με εκείνο τʼ
αποκρουστικό βλέμμα του λιγούρη καρφωμένο στην οθόνη του κινητού σου. Μπορεί να
μην λες ανοιχτά τους λόγους που στέλνεις, αλλά πάντα θα δείχνεις στους γύρω σου
τις πραγματικές σου προθέσεις.
Με θλίβουν τέτοιοι άνθρωποι. Όχι
γιατί χαλάνε την αισθητική ή μου θυμίζουν την αηδία που έχει για αύρα ένα
χαλασμένο ψάρι, αλλά γιατί μου δείχνουν καθαρά το πόσο τους λείπει το αίσθημα
του αυτοσεβασμού στις μέρες μας. Πόσο
θεατές είναι στο θέατρο μιας ζωής που τους κάνει να νιώθουν
και περήφανοι από πάνω.
Η μάνα μου δε μεγάλωσε το παιδί
της να κράζει τους ανθρώπους. Εγώ, όμως, τόσα χρόνια έμαθα να πολεμάω τις
βλαμμένες και κολλημένες επιλογές. Δεν κράζω ούτε την καράφλα σου, ούτε την
κυτταρίτιδα που ξεχειλίζει απʼ το σορτσάκι. Κι εγώ θα κάνω όσο περνάνε τα
χρόνια.
Μʼ ενοχλεί το στυλάκι που
επιλέγεις να φοράς με την προσποιητή επιτυχία, τη δηθενιά του «ο επιμένων
νικά», την ψεύτικη δικαιολογία του «πλάκα κάνω», όταν λες τις αλήθειες που
φοβάσαι να παραδεχθείς δημόσια.
ότι δε σέβεσαι πως απλώς δε σε γουστάρω. Και όπως λένε κάτι μεγάλοι: «αφού δε
με σέβεσαι, θα με φοβάσαι». Γι’ αυτό σε κράζω πάνω απʼ όλα. Για να
φοβάσαι.
Λίγη αυτογνωσία, φίλε μου, δε βλάπτει!