Μαθαίνεις
ν’ αντέχεις.
Μαθαίνεις
να κρύβεις τα συναισθήματά σου.
Τον πόνο,
τη θλίψη κι όλα εκείνα τα αλλεπάλληλα «κρακ» σαν σπάει η καρδιά σου σε χίλια
κομμάτια, σκορπισμένα σε κάθε γωνιά ενός άδειου κορμιού.
Ναι,
άδειο, αφού η αίσθηση της απώλειας έχει μπλοκάρει κάθε σου κύτταρο. Ένα σώμα παγωμένο
από το σοκ, μουδιασμένο απ’ την ξαφνική απώλεια. Περιφέρεσαι με βλέμμα απλανές που
πέφτει ταυτόχρονα παντού και πουθενά.
Κοιτάς τα
πάντα, μα δε βλέπεις τίποτα.
Μοιάζει
σχεδόν αδύνατο να συγκεντρωθείς σε κάτι συγκεκριμένο, σημείο ή πρόσωπο, αφού
νιώθεις το κεφάλι σου να κατακλύζεται από ερωτηματικά.
Σαν ένα
κουτί υπερφορτωμένο πληροφορίες και σκέψεις. Προσπαθείς μάταια να
επιστρατεύσεις την τετράγωνη λογική που συνήθως σε γλιτώνει από
συναισθηματισμούς.
Η λογική
σου τέτοιες ώρες είναι η ζώνη ασφαλείας σου, αυτή που σε προστατεύει από
μετωπική σύγκρουση με τα ίδια σου τα συναισθήματα. Επιβάλλεις στον εαυτό σου να
μη σπάσει, ούτε καν να λυγίσει. Όχι τώρα. Τουλάχιστον όχι ακόμα.
Απαιτείται
ψυχραιμία έστω από έναν άνθρωπο, όταν η οικογένεια ταλαντεύεται μεταξύ
συναισθηματικής κατάρρευσης κι εκρήξεων. Ανάμεσα στα άκρα κάποιος οφείλει να
διατηρήσει τις ισορροπίες με ψυχραιμία. Επιβάλλεται.
Κλάματα,
ξεσπάσματα, εκρήξεις, λυγμοί.
Ακούς.
Τ’
αντιλαμβάνεσαι, βλέπεις τις εκφράσεις στα πρόσωπά τους.
Πονάς.
Τους
βλέπεις, θρηνούν, ο καθένας με τον τρόπο του. Κι όμως, μ’ έναν τρόπο, σχεδόν
ρομποτικό, δεν ανταποκρίνεσαι σε κανένα ερέθισμα. Δεν αντιδράς, δε συμπλέεις.
Βλέπεις,
αλλά δεν ακούς. Αν ακούσεις, θα λυγίσεις. Μόνο κοιτάζεις. Οι λέξεις είναι
περιττές. Ξέρεις και ξέρουν.
Το βλέμμα
σου πέφτει σ’ εκείνον. Μια φιγούρα ακίνητη πια. Όχι, δεν είναι δυνατόν.
Πασχίζεις να πείσεις τον εαυτό σου πως είναι όρθιος και σου χαμογελά, όπως
πάντα άλλωστε. Στρέφεις το βλέμμα σου αλλού, κάθεσαι για λίγο σε μιαν άκρη,
μέχρι που πλησιάζει ξανά κόσμος.
Χαιρετάς
ευγενικά. Σερβίρεις, μιλάς, κινείσαι, άγεσαι και φέρεσαι, χάνεσαι, συνέρχεσαι.
Το σπίτι κατάμεστο, μα εσύ μέσα σου άδειος, όπως άδειο πλανάται το βλέμμα σου
στον χώρο ώρες τώρα.
Από
εκείνη τη στιγμή που το έμαθες. Απότομα και ξαφνικά.
«Ε,
καλημέρα. Ο παππούς… ο παππούς σου πέθανε.»
Καμία
αντίδραση.
Παγωμάρα.
Προς
στιγμήν δακρύζεις, έτοιμος να ξεσπάσεις σε λυγμούς.
«Όχι
τώρα», μονολογείς. «Όχι εσύ. Σε χρειάζονται», σκέφτεσαι. Ανασυντάσσεσαι. Η
λογική μπαίνει μπροστά και κατεβάζει διακόπτη στο συναίσθημα.
Ρίχνεις
λίγο νερό στο πρόσωπό σου, ψάχνεις για μαύρα ρούχα, μάταια, ποτέ δεν τα
συμπάθησες. Θυμίζουν πένθος. Τραγική ειρωνεία. Φοράς κάτι σκούρο και φεύγεις.
Κινείσαι μηχανικά και το αντιλαμβάνεσαι πολύ καλά. Ξέρεις ήδη πως οι επόμενες
μέρες προβλέπονται δύσκολες.
Εθιμοτυπικά,
διαδικαστικά, θέματα πρακτικά, γραφειοκρατικά, κι όμως όλα τους μοιάζουν τόσο
διαχειρίσιμα μπροστά σε τέτοιο συναισθηματικό φορτίο αφού, ενώ κάποια στιγμή
αυτά τελειώνουν, η ψυχούλα σου ξέρει το βάρος που κουβαλάς. Όσος καιρός κι αν
περάσει, το μυαλό σου συνεχίζει να κατακλύζεται από ερωτήματα.
Πώς
έγιναν όλα τόσο γρήγορα, γιατί έτσι, γιατί τώρα, πώς φτάσαμε σε τούτο το
σημείο, κι άλλα τόσα. Πώς ένας άνθρωπος τόσο γερός, «λεβεντάνθρωπος», όπως
έλεγαν, δε γλίτωσε απ’ αυτή την καταραμένη αρρώστια και κατέληξε να φύγει τόσο
γρήγορα.
Γερό
σκαρί για την ηλικία του, λυγερόκορμος, δραστήριος, ν’ ασχολείται απτόητος με
τον κήπο και τα χωράφια. Με μια σύζυγο να τον αγαπά και να τον φροντίζει,
περιποιημένος σε κάθε περίσταση, μέσα σ’ όλα. Δουλειά, χόμπι, οικογενειακή και
κοινωνική ζωή. Χαμογελαστός, ευγενής, χιουμορίστας, «καλαμπουρτζής».
Ν’
αφηγείται ιστορίες ζωής, αστείες ή συγκινητικές, όλες τους μ’ ένα ηθικό
δίδαγμα, και να μη χορταίνεις να τον ακούς. Μια ζωή γεμάτη με
ανθρώπους που αγάπησε και τον αγάπησαν, χωρίς να λείψουν τα εμπόδια κι οι
δυσκολίες.
Άλλωστε,
έτσι είναι. Η ζωή είναι ωραία μα και δύσκολη, κι είναι στο χέρι σου να διαβείς
το δρόμο.
Κάποιοι
τα παρατούν, εγκαταλείπουν, άλλοι όχι. Κάποιοι κοπιάζουν, παθιάζονται,
επιμένουν και τα καταφέρνουν. «Μυαλό και θέληση,
παιδάκι μου. Ο άξιος άνθρωπος ποτέ δε χάνεται», μου έλεγε. Κι είχε δίκιο.
Τι
γίνεται όμως όταν χάσεις άνθρωπο;
Όταν δεν
είναι πια εδώ κοντά σου;
Τι κάνεις
τότε;
Σ’ όποιον
κι αν συμβεί, διαχειρίζεται και βιώνει την απώλεια με το δικό του μοναδικό
τρόπο. Ναι, είναι σκληρή
και συνήθως απρόσμενη. Είναι μες τη ζωή, μες το πρόγραμμα, δεκτό! Δεν παύει
όμως να πονάει, να τσακίζει, κι αργά ή γρήγορα να μας κάνει πιο δυνατούς.
Εύκολο;
Σαφώς όχι. Ας είμαστε ρεαλιστές όμως: η ζωή για όσους
μένουν πίσω συνεχίζεται.
Οφείλεις
στον εαυτό σου, όπως όλοι μας, να συνεχίσεις. Πάρε το χρόνο σου να θρηνήσεις,
να ξεσπάσεις, ν’ ανασκουμπωθείς. Είναι ανθρώπινο. Ίσως σου πάρει
μέρες, βδομάδες ή ακόμη και μήνες ν’ αποφορτιστείς, να το χωνέψεις και να
μαζέψεις τα κομμάτια σου.
Εμένα μου
πήρε τρεις ολόκληρους μήνες να το αποδεχτώ, να μείνω μόνη μου και να επιτρέψω
στον εαυτό μου να κλάψει και να ξεσπάσει.
Η καρδιά
μπορεί να είναι τσακισμένη σε κομμάτια σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Το μυαλό ν’
αναμοχλεύει εκείνα τα γιατί, να νοσταλγεί στιγμές και να παίζει ξανά σαν σε
τηλεταινία τις πιο όμορφες εικόνες της ζωής σου με τον άνθρωπο που αγαπάς, μα
δυστυχώς έχασες.
Έρχεται όμως η στιγμή, μια μοναδική στιγμή,
που υποχωρεί η άρνηση κι αποδέχεσαι επιτέλους πως το σώμα είναι αναλώσιμο κι
είναι το μόνο που αφήνει αυτόν τον κόσμο με τον θάνατο. Μπορεί οι
αγαπημένοι μας να έχουν διαβεί το κατώφλι άλλου σπιτιού και να μένουν πια σ’
άλλη γειτονιά, αλλά όσα ζήσατε μέχρι τον αποχωρισμό μένουν εδώ.
Πείτε με
ρομαντική, όμως εκεί οι αγαπημένοι μας χαμογελούν ακόμα.
Άνθρωποι
με χρυσή καρδιά, γεμάτη αγάπη, δεν μπορεί να μη χαμογελούν. Σε κάθε «γειτονιά»,
σε κάθε γλυκιά ανάμνηση.
Τέτοιες
αναμνήσεις, αν μένουν στο μυαλό μας, ο πόνος υποχωρεί και τελικά μένει μια
καρδιά ζεστή, γεμάτη αγάπη. Με τόση αγάπη,
κανείς δε χάνεται. Το σώμα ναι, ο άνθρωπός σου όμως ξέρεις πού «κατοικεί» από
δω κι έπειτα.
Κλείσε τα
μάτια και χαμογέλα του.
Σε
βλέπει.
Σε
προσέχει.