*Αύγουστος, 2021.
Σκέψεις που έγιναν λέξεις ένα ακόμα καλοκαίρι που η χώρα καιγόταν. Δυστυχώς, όμως, παραμένουν θλιβερά επίκαιρες μέχρι και σήμερα, Ιούλιο του 2025, σαν να τις έγραψα μόλις χθες.
Σεργιανίζω στην πόλη, και κάπου ανάμεσα στο τσιμέντο, αχνοφαίνεται λίγο πράσινο. Δεν έχω καμία απολύτως ιδέα τι φυτό είναι αυτό που μόλις συνάντησα, μα στέκομαι και το θαυμάζω, γιατί «έτσι απλά» αντέχει να φύεται πάνω στους καυτούς από τη ζέστη τοίχους της πόλης.
Κάπου εκεί, λοιπόν, χαμένη μες τις σκέψεις μου, συνειδητοποιώ πως τις τελευταίες εβδομάδες – εκτός από απέραντη θλίψη για όλα τα θύματα [γιατί, guess what, πάντοτε υπάρχουν θύματα] και τις καταστροφές, αλλά και με το eco-anxiety μου να’χει χτυπήσει κόκκινο – αισθάνομαι περιέργως ασφαλής.
Σε αυτό το σημείο θα μου πεις, ώπα-ώπα, τι είναι αυτό το eco-anxiety που μας πετάς, βρε συνάνθρωπε; Έχεις δίκιο· κάτσε να σου πω. Ecological anxiety, οικολογικό ή περιβαλλοντικό άγχος ελληνιστί. Πιο συγκεκριμένα, είναι η ψυχική κατάσταση κατά την οποία μας κατακλύζουν επώδυνα συναισθήματα, όπως θλίψη, θυμός, φόβος, απελπισία, και μια ανημποριά, παρατηρώντας την κλιματική κρίση να εξελίσσεται συνεχώς μπροστά στα μάτια μας, και τις οικολογικές καταστροφές στον πλανήτη μας να διαδέχονται η μία την άλλη.
Ας επιστρέψουμε όμως στην αίσθηση ασφάλειας που ανέφερα παραπάνω. Ναι, αισθάνομαι ασφαλής· γιατί δίπλα μου δεν υπάρχει πάρκο, δάσος, βουνοπλαγιά, περιοχή Natura. Δεν υπάρχει κάτι προς… αξιοποίηση στον βωμό της περιβόητης «οικονομικής ανάπτυξης της χώρας».
Ασφαλής, γιατί δεν είμαι χελώνα, μέλισσα, πελαργός, κουκουβάγια, ελάφι, σκίουρος, σκαντζόχοιρος ή όποιο άλλο άγριο ζώο ελεύθερο(;) στο φυσικό μας περιβάλλον. [Αμφίβολη πια η ελευθερία τους, όταν ανά πάσα ώρα και στιγμή διακυβεύεται το φυσικό τους περιβάλλον και τελικά η επιβίωση τους]. Γιατί δεν είμαι ούτε αγελάδα, κατσίκα, γουρούνι ή κότα προς αναπαραγωγή και κατανάλωση, ούτε άλογο προς τέρψη και αναψυχή των ανθρώπων, ούτε και σκύλος-φύλακας σε σπίτι, μάντρα, χωράφι ή ιππικό όμιλο.
Ασφαλής, γιατί δεν έχω σπίτι στο χωριό να παραθερίζω, αναμένοντας εναγωνίως «η πύρινη λαίλαπα να σβήσει στη θάλασσα».
Ασφαλής μες τον δικό μου τον μικρόκοσμο, υποσύνολο ενός κόσμου που επιδιώκουν με κάθε μέσο να διαμορφώσουν για εμάς. Έναν κόσμο σαθρό, φτωχό σε αλληλεγγύη, σεβασμό, αλτρουισμό κι ενσυναίσθηση, μα πλούσιο σε ατομικισμό, αλαζονεία, έλλειψη συλλογικότητας και θέσεις-φράσεις όπως:
«Δε βαριέσαι.»
«Ευτυχώς δε θρηνήσαμε θύματα.»
«Οι περιουσίες ξαναφτιάχνονται.»
«Τα σπίτια ξαναχτίζονται.»
«Ωχ, αδελφέ, εγώ θα σώσω τον πλανήτη;»
«Η κλιματική κρίση χτυπά.»
«Η άνιση μάχη με τη φύση.»
… και άλλα τόσα λόγια, κούφια, δίχως κανένα συναίσθημα, δίχως φιλτράρισμα, δίχως εκείνοι που τα ξεστομίζουν να έχουν την παραμικρή ιδέα του τι σημαίνει να καίγεται ολάκερος ο [μικρο]κόσμος σου.
Κόσμοι και μικρόκοσμοι, ιδανικοί και συνάμα βολικοί για ματαιόδοξους, άνευ ενσυναίσθησης καρεκλοκένταυρους, κυβερνώντες και μη, με κύριο και διαχρονικό γνώρισμά τους σελίδες από καλοπροβαρισμένες, βαρύγδουπες δηλώσεις, τυλιγμένες με τάχα μου δήθεν ανθρωπιά και στολισμένες με ξύλινες απολογίες, άξιες να καούν στις φλόγες που οι πράξεις του κάθε ηθικού αυτουργού άναψαν.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στην ανθρώπινη οργή που [πάντα θα] μαίνεται και τη θλίψη που κοντεύει να μας πνίξει, έρχονται η αγάπη κι η αλληλεγγύη από τον συνάνθρωπο, από εσένα κι εμένα, που σαν βροχή και σανίδα σωτηρίας ταυτόχρονα αποδεικνύουν περίτρανα πως όπου υπάρχει κακό σε αυτόν τον κόσμο, ναι, υπάρχει και καλό. Κι όπου υπάρχει καλό, ριζώνει.
Γινόμαστε ο κόσμος που επιθυμούμε κι όχι αυτός που προσπαθούν να μας πλασάρουν. Γινόμαστε εκείνη η αλλαγή που έχουμε ανάγκη. Και κάπως έτσι τελικά στεκόμαστε, στηρίζουμε, συνδράμουμε, ξαναχτίζουμε, ξαναγεννιόμαστε, σκουπίζουμε δάκρυα και στάχτες και προχωράμε. Προχωράμε, μα δεν ξεχνάμε. Το οφείλουμε σε καθέναν, καθεμία και καθετί που χάνεται να μην ξεχνάμε. Ποτέ.
Η μνήμη μας κρατάει ζωντανούς, ενωμένους και δυνατούς, ώστε να αντέχουμε να φυτρώνουμε ξανά και ξανά σαν άλλα λουλουδάκια σε καυτά τσιμέντα και σε καμμένη γη. 🌱