«Ευαίσθητες
πέννες» τους αποκαλούν
περιπαιχτικά, επειδή επέλεξαν να βγουν
εκτός από αυτό τον Ένοχο Κόσμο και να
ζήσουν κάπου που χρειάζεται λίγο
περισσότερη φαντασία, στο κόσμο των
γραμμών και του μελανιού.
Συνήθως
ξυπνούν στο κόσμο αυτό και με μιας
παίρνουν το στυλό, ανοίγουν το, λερωμένο
από το χρόνο, τετράδιο τους και γράφουν
πράγματα που παρατηρούν στην πραγματικότητα
αυτή, συναισθήματα που ποτέ δεν
παραδέχτηκαν και αλήθειες που πότε δε
μαθεύτηκαν, γιατί πολύ απλά κάνεις δεν
χρειάστηκε να τους ακούσει αλλά να τους
«διαβάσει». Όμως ποιος μπήκε στον κόπο
αυτό;
Το
να γράφει κανείς είναι
τέχνη και τεχνική, είναι αυτή η φωνή
μέσα τους που φωνάζει στην κάρδια να μη
φοβάται και στο μυαλό να δημιουργήσει
λέξεις και συναισθήματα, πάνω σε ένα
κομμάτι χαρτί. Τη φωνή αυτή την αποκαλούν
έμπνευση και αποτελεί πηγή δύναμης και
κίνητρο γι αυτούς που τολμούν να γεμίσουν
μια σελίδα με λέξεις. Λέξεις οι οποίες ποτέ δεν
ειπώθηκαν, επειδή μάλλον δεν τους το
επέτρεψαν.
Αν
τους δεις στο δρόμο, δε θα δεις ανθρώπους
με σκυμμένο το κεφάλι αλλά ανθρώπους
που με την πρώτη ευκαιρία θα σου χαρίσουν
ένα μεγάλο, πλατύ χαμόγελο και τα μάτια
τους να σου λένε ένα γεια. Μην ανησυχείτε
δε σας περιγελούν, απλώς έχουν ακόμα
μια ελπίδα για αυτόν τον κόσμο.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι ακόμα νέοι στο
πνεύμα και ζωντανοί στο μυαλό, γιατί
έμαθαν καλύτερα από όλους πώς να ακούν
αυτό που κανείς δεν ακούει και να
παρατηρούν αυτό που κανείς
δε βλέπει. Κι αυτό είναι η ίδια η ζωή,
καθώς και το πόσο ιδιαίτερα υπέροχη
είναι με όλες τις δυσκολίες και ευκολίες
της.
Ο
συναισθηματικός κόσμο τους, έχει
καταστραφεί από το χέρι εκείνων που
επέλεξαν να ζουν σε μια πραγματικότητα
καθιερωμένη, που έμαθε μόνο να κατακρίνει
και να παίρνει ό,τι κανονικά
δεν της ανήκει. Δεν πειράζει όμως, είπαν,
ο καθένας κάνει αυτό που θέλει και
καλύτερα έτσι, γιατί είναι η αφορμή και
το κίνητρο για να γράψουμε. Το θέμα είναι
ότι κάποιοι από αυτούς τα κατάφεραν κι
άλλοι όχι. Κι αυτό επειδή
δεν είναι θέμα μοίρας ή κάρμα, αλλά κάτι
που βρίσκονταν πάντα στο δικό τους χέρι
για να το αποτρέψουν αυτό, μια πέννα και
λίγο φαντασία.
Υπάρχουν
αρκετά είδη από πέννες. Οι
ερωτικές που παίζουν στα γραπτά τους
με τον έρωτα, οι ζωτικές που μιλούν για
το τι είναι η ζωή κι οι επίμονες που
ακόμα δεν σταμάτησαν να ελπίζουν ότι ο
κόσμος μπορεί να αλλάξει. Και οι τρεις
πόνεσαν με διαφορετικό τρόπο, αλλά
έκαναν το πόνο κινητήρια δύναμη στα
γραπτά τους, ο ένας με τον πόνο του
ανεκπλήρωτου έρωτα, ο άλλος με το πόνο
του χαμένου ανθρώπου από την ζωή του
και ο τελευταίος με το πόνο τις προδοσίας
από ανθρώπους που τους δόθηκε αξία
απλόχερα.
Και
τελικά ναι, αυτοί που γράφουν έχουν
περισσότερες ευαισθησίες. Γιατί
δεν σταμάτησαν πότε να δίνουν. Ακόμα
και αν ήξεραν εξ’ αρχής ότι αυτό δε θα
βγει σε κάλο, ήξεραν τουλάχιστον ότι ο
κόσμος ακόμα και αν δεν αλλάξει αυτοί
θα συνεχίζουν να γράφουν και να περιμένουν
να δουν λίγο φως στις σκοτεινές ψυχές
εκείνων που δεν τόλμησαν πότε να νιώσουν,
να αγαπήσουν με όλο τους το είναι.
Να
καταλάβουν ότι η ζωή δεν είναι ιδανικά
φτιαγμένη για όλους αλλά ήταν πάντα στο
χέρι τους να τη φτιάξουν στα μέτρα τους
με λίγο μελάνι, κάμποση φαντασία και
ένα κομμάτι χαρτί.