Οικογενειακές
συγκεντρώσεις, ένα αγαπημένο έως μαζοχιστικό σπορ. Ίσως είναι ένα κυριακάτικο
μεσημεριανό τραπέζι, ίσως ο γάμος ενός ανιψιού ή η βάφτιση του μωρού της τρίτης
εξαδέλφης από την Κολοπετινίτσα που τυγχάνει να «είναι στην ηλικία σου κι έχει παιδί
κιόλας» (Με γεια της, με χαρά της. Εγώ τι φταίω;).
Το
αξιοπερίεργο είναι ότι με έναν μυστήριο έως και ανορθόδοξο τρόπο η συζήτηση
οδηγείται κάθε φορά στο «άντε και στα δικά σου», «μα πότε θα κάνεις κι εσύ
οικογένεια;» ή στην κλασική, πλέον, ευχή γενεθλίων «άντε και του χρόνου διπλή».
Ναι, ναι, έχει γίνει το απόλυτο must, τόσο που έχω πειστεί ότι θα
κυκλοφορήσει και στα καταστήματα ως ευχετήρια κάρτα γενεθλίων, αν δεν
κυκλοφορεί ήδη.
Έλεος!
Είναι απορίας
άξιο, πάντως, δε βαριούνται να ρωτούν, να δηλώνουν ή να εύχονται κάθε φορά τα
ίδια; Άλλο καημό να μην έχουν;
Τις πρώτες
φορές το αντιμετωπίζεις εύκολα κι ανάλαφρα. Χαμογελάς, γνέφεις συγκαταβατικά,
δίνεις ευγενικές απαντήσεις του τύπου «ευχαριστώ, να είστε καλά», σκας ένα
γελάκι, το γυρνάς στην πλάκα κι η λίστα χαριτωμένων κι επιδέξιων ελιγμών
συνεχίζεται. Όσο όμως επαναλαμβάνεται το σκηνικό από διαφορετικά, πόσο μάλλον,
από τα ίδια (ξανά και ξανά) πρόσωπα, τόσο η υπομονή εξαντλείται (αλλά δεν
επανακυκλοφορεί, κυρίες και κύριοι). Φτάνει, που λέτε, κάποια στιγμή που σου
έρχεται η φαεινή ιδέα να απαντήσεις εντελώς αυθόρμητα (όχι, το «άντε και παράτα
μας επιτέλους» δε θεωρείται κατάλληλη απάντηση προς συγγενείς) και με περισσή
αυτοπεποίθηση κάτι σε στυλ, «ε, εντάξει, φτάνει, δε με πήραν και τα χρόνια» (Να
το, να το, το γελάκι, έσκασε).
Τι το ’θελες;
Πες μου, τι το ’θελες; Αφού ήξερες κατά βάθος ότι θα σου γυρνούσε μπούμερανγκ. «Ναι
μεν, αλλά…», σου ‘ρχεται αμέσως ο αντίλογος, βεβαίως-βεβαίως, πως εντάξει δε σε
πήραν τα χρόνια αλλά δεν είσαι και πιτσιρίκι πια, αφού κοντεύεις τα
εικοσιπέντε, τριάντα και λοιπά νούμερα ιδανικής ηλικίας για να φτιάξεις τη ζωή
σου αφού, μέχρι στιγμής, η ζωή σου είναι ένα χάλασμα δίχως νόημα κανένα. Πόσο
ν’ αντέξεις πια;
Αξίζει να
σημειωθεί ότι σε τέτοιους επεισοδιακούς και καθ’ όλα εποικοδομητικούς διαλόγους
η μπάλα δεν παίρνει μόνο τις κορασίδες αλλά και τους νεανίες. Αμ, πώς; Υπάρχουν
μερικά κοινά σημεία, όπως ο σαφώς συμβουλευτικός χαρακτήρας «μα εμείς για το
καλό σου το λέμε», και το διδακτικό ύφος
«μην κάνεις τα δικά μας λάθη και μικροπαντρευτείς ή μείνεις γεροντοκόρη-γεροντοπαλίκαρο»
και σε φαντάζονται αγκαλιά με δέκα γάτες ή με το μπαστούνι να κόβεις βόλτες στο
πάρκο ολομόναχος.
Κρίμα κι
άδικο!
Να μην
παραλείψω τη βαρύτητα που δίδεται συχνά στο κομμάτι των σπουδών: «Ε, να πάρεις
το πτυχίο σου με το καλό και μετά».
Ωστόσο,
εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν, αγαπητά μου κορίτσια και αγόρια, οι
διαφορές. Στα αξιολάτρευτα κορίτσια της πλάσης, της κοινωνίας και (εδώ είμαστε)
της οικογενείας τίθεται το θέμα της αποκατάστασης με ένα, αν μη τι άλλο, καλό
παιδί.
(Τώρα εσείς
εύλογα θα με ρωτήσετε ποιος είναι ο ορισμός του καλού παιδιού, αλλά ας το
αφήσουμε αυτό για λίγο αργότερα.)
Και τι είμαι,
αγαπητοί συγγενείς και φίλοι λοιπόν, για να αποκατασταθώ; Βλάβη; Με ποιο καλό
παιδί; Αυτό που είναι κατάλληλο για μένα ή για σας; (Για ένα καθαρό μέτωπο
ζούμε άλλωστε). Αυτές κι άλλες πολλές σκέψεις τριγυρίζουν μες το μυαλό, ενώ
ακούς να αραδιάζουν τα επιχειρήματά τους.
Άλλη μία βασική
συμβουλή προς κάθε κοπέλα είναι να παντρευτεί σύντομα (σχετικό είναι αυτό, όπως
είπαμε και νωρίτερα) για να γίνει νωρίς μανούλα. Εντάξει, ας πούμε ότι αυτό
έχει μια λογική βάση, ώστε να μην είναι μεγάλο το ηλικιακό χάσμα μεταξύ μητέρας
και παιδιού. Έστω, ας το δεχτούμε κι αυτό, αλλά να θυμόμαστε πού και πού ότι
ζούμε στον εικοστό πρώτο αιώνα και υπάρχουν τρόποι να διαιωνιστεί το είδος μας.
Μην ανησυχείτε.
Λατρεμένα μας
αγόρια, καλά και κακά παιδιά, εκπρόσωποι του είδους, δυστυχώς ούτε εσείς
γλιτώνετε από το κήρυγμα περί «αποκατάστασης». Ο ρόλος σας είναι που διαφέρει
έναντι του δικού μας. Στις δικές σας πλάτες πέφτει το βάρος χαρακτηρισμών και
ποικίλων κοσμητικών ονομάτων. Κλασικό παράδειγμα το «άντε να τακτοποιηθείς κι
εσύ πια, κοτζάμ μαντράχαλος έγινες» ή το «δουλειά βρήκες, αλλά μια κοπέλα για
σπίτι να νοικοκυρευτείς, επιτέλους, δε μπορείς να βρεις». Δε λείπουν βέβαια και
οι παρομοιώσεις με εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου: ολόκληρος γάιδαρος (πια),
πιστό σκυλί (πρέπει επιτέλους να γίνεις), ελεύθερο πουλί (δε χόρτασες κανάρες;)
κι άλλα τέτοια κολακευτικά.
Λέξεις κλειδιά
του κηρύγματος αποτελούν, βεβαίως, τα «πια» και «επιτέλους» που χρησιμοποιούνται
κατά κόρον, προφανώς για λόγους έμφασης, καθώς και για έναν πιο δραματικό τόνο,
λες κι έληξε ο αγώνας, παίξαμε καθυστερήσεις και κρίνεται το κύπελλο στην
παράταση, ένα πράγμα.
οι άντρες λοιπόν οφείλετε να εξασφαλίσετε μία αξιοπρεπή ζωή κι ένα ζεστό
σπιτικό με όλες τις ανέσεις στη γυναίκα και την οικογένειά σας, αφού έχετε
αφήσει πίσω σας τον πρότερο ακόλαστο βίο.
Θεωρητικά,
λοιπόν, η εκάστοτε νέα γενιά οφείλει να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της,
κατά τα’ άλλα, σύγχρονης και μοντέρνας κοινωνίας, η οποία μαστίζεται ακόμα από
στερεότυπα και ταμπού. Μια μεγάλη μερίδα κόσμου, δυστυχώς, έχει ανάγκη από
ταμπέλες και καθωσπρεπισμούς.
Το ενοχλητικό,
ίσως και θλιβερό, της υπόθεσης είναι ότι αρκετοί συνομήλικοι που έχουν κάνει
«το μεγάλο βήμα» αλλάζουν άρδην τρόπο ζωής, σε βαθμό που δε χάνουν ευκαιρία να
σου υπενθυμίζουν μεταξύ αστείου και σοβαρού να πάρεις κι εσύ σειρά. Άραγε
αμφιβάλλουν για την επιλογή τους και χρειάζονται συνοδοιπόρους ώστε να νιώσουν
καλύτερα ή μήπως απολαμβάνουν την επιλογή τους και θέλουν να βάλουν κι εσένα
στον ίσιο δρόμο; Όπως και να ‘χει, πριν από κάθε κήρυγμα ή πλύση εγκεφάλου
χρήσιμο είναι να λαμβάνεται υπ’ όψιν η διαφορετικότητα του καθενός μας.
Εφ’ όσον δεν
έχουμε όλοι τις ίδιες προτεραιότητες και ανάγκες, για ποιο λόγο να βράζουμε στο
ίδιο καζάνι;