Silent Hill…
Είχες το γράμμα στο χέρι. Αυτά που έγραφε, δεν μπορούσε να τα χωρέσει ανθρώπινος νους και λογική.
Είχες χάσει την Mary εδώ και 2 χρόνια. Η καταραμένη αρρώστια. Προσπαθούσες 2 χρόνια τώρα να μαζέψεις τα κομμάτια σου, να μάθεις να ζεις χωρίς εκείνη.
Δεν ήταν εύκολο. Ήσουν ένα ζωντανό πτώμα, χωρίς πνοή χωρίς ψυχή κι υπόσταση. Μέχρι την ημέρα που βρήκες στη λίστα σου αυτό το γράμμα, το οποίο ξεκινούσε έτσι:
“In my restless dreams, I see that town.
Silent Hill.
You promised you’d take me there again someday.
But you never did.
Well, I’m alone there now…
In our ‘special place’…
Waiting for you…”
Mary
Ήταν αδύνατον. Δεν γινόταν να ζει και να είναι στο Silent Hill. Είχε φύγει πριν από 2 χρόνια. Η προσμονή μαζί με την ελπίδα αλλά και την αμφισβήτηση ότι μπορεί να είναι αυτή, πάλευαν μέσα σου. Κάτι σου έλεγε όμως πως θα μπορούσε να είναι ζωντανή. Αυτό σε κρατούσε στα λογικά σου. Ακόμα.
Όπως πήγαινες με το αμάξι, η ομίχλη όλο και πύκνωνε. Σαν να αποκτούσε σιγά-σιγά υλική υπόσταση. Δεν ήταν μόνο ότι δεν έβλεπες μπροστά του. Ήταν ότι το μυαλό σου έδινε στην ομίχλη διάφορα σχήματα. Ένα από αυτά ήταν το σχήμα του προσώπου της Mary. Ένα άλλο ήταν κάτι ακαθόριστο, αλλά απειλητικό ταυτόχρονα, σαν τέρας. Προσπαθούσες να επικεντρωθείς στο δρόμο.
Φτάνοντας στην πόλη του Silent Hill, μέσα από την πηχτή ομίχλη, αχνοφαίνεται η Toluca Lake. Η λίμνη έξω από την πόλη. Περπατάς γύρω από τη λίμνη. Περνάς μέσα από το νεκροταφείο και την ετοιμόρροπη εκκλησία. Ακολουθείς το δρόμο προς την πόλη. Όλα δείχνουν, ότι δεν υπάρχει ψυχή στην πόλη. Η ομίχλη και η υγρασία σε κατακλύζουν μέχρι το κόκκαλο. Αόριστες φωνές ακούγονται από το βάθος και προσπαθείς να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου.
Κλείνεις τα μάτια και τα ξανανοίγεις. Βλέπεις μπροστά την οθόνη του PC σου. Για άλλη μια φορά είχες αποδράσει για να παίξεις ένα παιχνίδι του οποίου η τραγική ιστορία φάνταζε καλύτερη από την τραγική πραγματικότητα του αληθινού κόσμου εκεί έξω.
Ο James έψαχνε τη γυναίκα του που την είχε χάσει 2 χρόνια πριν, από την επάρατη νόσο. Η όλη διαδικασία ήταν επίπονη, ψυχοφθόρα και για τον ίδιο. Σε όλο το παιχνίδι, αναζητά την νεκρή (;) γυναίκα του, την οποία βρίσκει στο τέλος παλεύοντας στο μεταξύ εκατοντάδες τέρατα και λύνοντας γρίφους, ενώ η πόλη του Silent Hill παραμένει κρύα, άψυχη, έρημη (εκτός από τα τέρατα φυσικά), και παράλληλα αλλάζει από τον “κανονικό” κόσμο στο Otherworld.
Είτε παίζεις το ΕΠΟΣ original Silent Hill 2 που βγήκε 20+ χρόνια πριν, είτε το ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ remake που βγήκε πέρυσι, η εμπειρία είναι απίστευτη και στα δύο.
(SPOILER ALERT σε όποιον δεν το έχει παίξει ακόμα) Το τέλος είναι εφιαλτικό. Αυτό που αποκαλύπτεται είναι χειρότερο πέρα από κάθε αρρωστημένη φαντασία. Η γυναίκα του πέθανε απλά από την αρρώστια. Την έχει σκοτώσει ο ίδιος ο James, πάνω στην απογοήτευση, την απελπισία του, και τον οδυρμό του, και σε μια προσπάθεια να την λυτρώσει. Και την Mary και τον ίδιο.
Αυτό αποκαλύπτεται σε μια βιντεοκασέτα που βρίσκει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του Silent Hill στο οποίο είχαν περάσει τις διακοπές τους μαζί 3 χρόνια πριν.
Η πόλη του Silent Hill στη μορφή που είναι τώρα, δεν είναι πραγματική. Είναι όλη δημιούργημα της φαντασίας του James, ένα manifestation των ενδόμυχων τύψεών του για αυτό που έκανε στην Mary, που μέσα από το γράμμα της ποτέ δεν μπόρεσε να rest in peace, αλλά τον συγχωρεί από τον άλλο κόσμο.
Δεν γίνεται να μην ταυτιστείς με μια τέτοια τραγική μεν, υπέροχη δε ιστορία. Και τέτοια έργα τέχνης είναι ένα ηχηρό χαστούκι στους βλάκες που εν έτει 2025 ακόμα λένε ότι τα video games “είναι για παιδάκια”, ή “έφτασες 40 χρονών και ακόμα παίζεις” κι άλλα τέτοια ωραία.
Είχες πατήσει pause όταν τα σκεφτόσουν αυτά. Ήσουν στο σημείο πριν μπεις στο Lakeview Hotel, εκεί που γίνεται το μεγάλο reveal του παιχνιδιού. Είχες ξεκινήσει να παίζεις το remake Silent Hill 2 Παρασκευή απόγευμα και τώρα ξημέρωνε Δευτέρα πρωί. Έπρεπε να πας πάλι στη δουλειά.
Κάτω από την πόρτα του δωματίου σου, φάνηκε να μπαίνει κάτι. Κάτι σαν ομίχλη. Αποκλείεται.
Ή μήπως όχι;