‘Έχετε
ακούσει για τις μεγάλες αγάπες;
Εκείνες που αντέχουν
στο πέρασμα του χρόνου, που αξίζουν κάθε υπερβολή και θυσία. Αυτές τις αγάπες,
που όμοιες τους υπάρχουν μόνο σε κόσμους ιδεατούς ή σε παραμύθια. Σε
κόσμους, όπου το ιδανικό βασιλεύει και, κυρίως, υπάρχει!
Βίωμα του ορισμού της ατυχίας, την πιο τυχερή στιγμή της ζωής μας. Παράλογο,
έτσι;
Μα ο
έρωτας νικάει κάθε λογική. Η δική μου σταματούσε κάθε στιγμή που σε αντίκριζα.
Μικρά
παιδιά τότε. Τι ξέραμε;
Επιδιώκαμε
να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο μέσα στην παρέα ή να καθίσουμε στο ίδιο θρανίο.
Αμήχανες κινήσεις και χαριτωμένες ντροπές. Συναισθήματα όμορφα και αγνά.
Τα χρόνια
πέρασαν, τα αισθήματα όμως δεν άλλαξαν. Δυνάμωσαν κι ωρίμασαν.
Πλέον δεν
μπορούσα να σκεφτώ μία μέρα χωρίς να σε δω. Μία μέρα δίχως ν’ ακούσω τη φωνή
σου. Μου ήσουν απαραίτητος. Επηρέαζες την ψυχολογία και τη ζωή μου, σε
τέτοιο βαθμό, που δε χωρούσε αμφιβολία.
Σ’
αγαπούσα.
Όταν τα
χέρια σου τύλιξαν για πρώτη φορά το κορμί μου, φυλακίστηκα εκεί. Όταν ήμουν
μαζί σου, δε φοβόμουν τίποτα και κανέναν. Ένιωθα την ασφάλεια και την σιγουριά
της αύρας σου.
Κάθε
βράδυ, έκλεινα τα μάτια κι έφερνα την εικόνα σου να μ’ αγκαλιάζει.
Το πρώτο
φιλί. Οι ανάσες καυτές κι ένα σώμα να διψά για έρωτα. Σε
κοιτούσα και δεν πίστευα αυτό που συμβαίνει. Με φιλούσες και δεν μπορούσα να
περιγράψω πόσο πολύ σε ήθελα. Πόσο
φοβόμουν μήπως σε χάσω. Πόσο τα έχανα προκειμένου να μη τα κάνω θάλασσα.
Με
αμφισβητούσες. Κάθε που το
έκανες, με διέλυες. Οι αποδείξεις της αγάπης μου δε σου αρκούσαν. Ήμουν λίγη άραγε;
Με
κοίταξες μ’ ένα βλέμμα ξένο κι επιδίωξες να γίνουμε δύο ξένοι. Αδιαφόρησες για
τον πόνο που μου προκάλεσες. Θύμωσα μαζί σου. Έκλαψα. Απογοητεύτηκα. Σ’ έβρισα,
μα δεν κατάφερα ποτέ να σε προσπεράσω.
Κι ήρθε
εκείνη η νύχτα που βρεθήκαμε τόσο κοντά κι άκουσα τις καρδιές μας να χτυπούν
στον ίδιο ρυθμό. Ξανά.
Γιατί μου
το έκανες αυτό; Γιατί μ’ άφησες να μαραζώνω και ν’ αργοπεθαίνω μακριά σου;
Σε
περίμενα.
Γίναμε
ένα και δώσαμε πνοή στην ιστορία μας. Κάθε κομμάτι μου, κάθε ίντσα του κορμιού
μου, σου ανήκε. Κανένα άλλο σώμα δεν κατάφερε να με εξουσιάσει.
Το
ήξερες, αλλά προτίμησες ν’ αφήσεις τη ζήλια των τρίτων να δηλητηριάσει ό,τι
είχαμε. Προσπάθησα με νύχια και με δόντια να σε κρατήσω κοντά μου. Να κλείσω τ’
αυτιά μου σ’ όλα όσα μου έλεγαν.
Αλλά εσύ
έκανες την επιλογή σου.
Μέχρι και
ότι δεν ένιωσες ποτέ, αισθάνθηκα. Ερείπιο σωστό για καιρό κι η τιμωρία μου, να
σε βλέπω καθημερινά. Μα, για τι ακριβώς με τιμωρούσες; Επειδή ήσουν ό,τι είχα; Επειδή, σ’
αγαπούσα όσο τίποτε άλλο; Επειδή, σε στήριζα και σε νοιαζόμουν ακόμη κι όταν
εσύ με τέσταρες;
Ξέραμε ο
ένας τον άλλο καλύτερα κι απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό. Αντίθετοι μα τόσο ίδιοι.
Με μία κίνηση ήξερες τι ζητάω. Μ’ ένα σου βλέμμα γνώριζα τι σου συμβαίνει. Τα βράδια
που μου έλειπες, το ένιωθα ότι κι εσύ ξενυχτάς με τραγούδια και θύμησες.
Το θέμα
ήταν ότι ο εγωισμός σου σε μετέτρεψε σε δειλή ύπαρξη κι εγώ, ο φόβος
προσωποποιημένος για καιρό.
Δε
γινόταν να τραβήξει άλλο έτσι η κατάσταση. Εξαφανίστηκα κι έφυγα όσο το δυνατόν
πιο μακριά επέτρεπαν οι καταστάσεις. Μα
προτού το κάνω, ήθελα να σ’εκδικηθώ.
Να σ’
εκδικηθώ που μου έμαθες να μισώ ό,τι αγαπούσα.
Με
συνοπτικές διαδικασίες, το κατάφερα. Βλέπεις, ήξερα τον τρόπο για να το
καταφέρω. Σε πλήγωσα με τέτοιο
τρόπο που δε θα τον ξεχνούσες ποτέ. Ούτε εσύ, αλλά ούτε
κι εγώ, γιατί μαζί μ’ εσένα, μίσησα κι εμένα. Μίσησα που σκέφτηκα να σε βλάψω.
Άδειασα που το κατάφερα και τελικά πληγώθηκα περισσότερο κατά τον τρόπο που
λειτούργησα.
Με
άλλαξες. Δεν αισθανόμουν τίποτα πια. Δε μ’ ενδιέφεραν πλέον συναισθήματα. Έκανα
το κομμάτι μου κι έφευγα. Αγάπες κι έρωτες άρχισα να τα κοροϊδεύω.
Γνώρισα
άλλους που έκαναν ό,τι εγώ για σένα κάποτε, μα πάντα σε σύγκρινα. Πάντα
υπερτερούσες. Ήσουν ακόμη αηδιαστικά τέλειος μέσα μου και σε κάθε βήμα μου
ήσουν εκεί.
Τ’ όνομα
σου, τ’ άρωμα σου, το χαμόγελο σου.
Μάθαινα
νέα σου και χαιρόμουν για κάθε επιτυχία σου, αλλά δε σε ήθελα στη ζωή
μου. Μ’ είχες καταστρέψει ολοκληρωτικά. Έκανα χρόνια να συνέλθω και να
νιώσω έτοιμη να σε κοιτάξω σαν έναν απλό γνωστό.
Ώσπου
ήρθε εκείνη η μέρα. Την είχα προβάρει στον καθρέφτη μου μέρες και νύχτες αυτή
τη στιγμή. Είχα χρωματίσει τόσο
αδιάφορα το «γεια» που θα σου έλεγα. Κάθε κίνηση μου μελετημένη. Έπρεπε να σε
πείσω πως τα κατάφερα και ζω χωρίς εσένα. Ότι δε με επηρεάζεις άλλο. Πως είχες δίκιο ότι μπορούμε να
συνυπάρξουμε σαν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.
Μα… Άκουσα στο στέκι τη φωνή σου από
μακριά. Μούδιασε το σώμα μου και τα μάτια μου έψαχναν τη μορφή σου. Δέκα χρόνια
μετά, σε κοιτάω και νιώθω ακριβώς το ίδιο. Σ’ αγαπάω το ίδιο.
Άλλαξες;
Άλλαξα; Μπορεί. Για σένα όμως θα είμαι πάντα η ίδια.
Περνάς
από μπροστά μου και συναντιούνται τα βλέμματά μας. Τα χείλη μας ανήμπορα να
μείνουν αμέτοχα, μουδιάζουν και προδίδουν ότι γνωριζόμαστε πολύ καλά.
«Τον
ξέρεις;», με ρωτάει μία φίλη.
Σε
ξέρω;