Κι
είναι φορές που αναρωτιέσαι γιατί είσαι
υποχρεωμένος να υπομένεις κάποιες
καταστάσεις. Και που δεν καταλαβαίνεις
τι χρωστάς και σε ποιον. Που είσαι
σίγουρος πως αν υπάρχει πράγματι
μετενσάρκωση, σίγουρα στην προηγούμενη
ζωή σου ήσουν το μεγαλύτερο καθίκι και
ξοφλάς τα χρωστούμενα τώρα.
Είναι
φορές που νιώθεις αδικημένος. Που νιώθεις
πως θα εκραγείς και θα τους πάρει όλους
η μπάλα. Που δεν μπορείς ν’ αντέξεις ούτε
τον ίδιο σου τον εαυτό.
Είναι
κι άλλες που πραγματικά δεν μπορείς ν’
αντέξεις όλη την ηλιθιότητα του κόσμου.
Δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες. Έχεις μάθει
να φοράς τη μάσκα του μαλακά και να γελάς
μόνιμα. Κι ακόμα κι όταν λυπάσαι και σε
βλέπουν να δακρύζεις, ακόμα κι εκεί να
υποκρίνεσαι, να ζορίζεσαι.
Να
καταπιέζεις την κραυγή που θέλεις να
βγάλεις με μανία από τα σωθικά σου. Και
που δεν τη βγάζεις ποτέ και γίνεται
ακόμα μία στην πολύτιμη συλλογή σου.
Στιγμές που θέλεις να τους στείλεις
όλους στο διάολο και να τους πετάξεις
ένα ξεγυρισμένο «άντε γαμήσου» στα
μούτρα, δίχως ίχνος ενοχής. Μα σιωπάς.
Και
ξεσπάς αλλού. Όπως ας πούμε στο χαρτί.
Μα όσες λέξεις κι αν γράψεις, όσο
καλοστολισμένες κι αν είναι οι φράσεις
σου, καμιά ρημάδα λέξη δε θα ναι ποτέ
αρκετή να κλείσει τις πληγές σου. Όσα
τραγούδια κι αν πεις, όσες νότες κι αν
φύγουν από τα χείλη σου, όσο κι αν
προσπαθήσεις να γίνεις καλύτερος, ποτέ
δε θα ναι αρκετό. Γιατί ακόμα πονάς μέσα
σου. Κι απλά βάζεις αλοιφές στις ουλές
σου, μα ξεχνάς. Ξεχνάς, άνθρωπε πως όλα
είναι παροδικά κι ο χρόνος χαράζει
ανεξήτιλα σημάδια πάνω σου.
Για
πόσο θα φοβάσαι ν’ αντιμετωπίσεις τα
προβλήματά σου; Ξέρω τι θα μου πεις. Τα
ίδια μου λέω κάθε μέρα. Τα ίδια κάθε πρωί
που ξεσκονίζω το χαμογελό μου και το
φορώ συγκαταβατικά. Τα ίδια όταν ετοιμάζω
την υπομονή και την ανοχή μου. Τα ίδια
κάθε λεπτό που καταπιέζω τον εαυτό μου
και ουρλιάζω βουβά. Τα ίδια τα γαμημένα
τα λόγια μου έρχονται και μου τρυπάνε
τον εγκέφαλο κάθε βράδυ που κλαίω κάτω
από τα σκεπάσματα. Και κάθε πρωί ξαναφοράω
τη μάσκα του χαμογελαστού μασκαρά.
Μερικούς
ανθρώπους δυστυχώς δεν τους επιλέγεις.
Αναγκάζεσαι να τους υπομείνεις. Και
μαθαίνεις με τα χρόνια να δέχεσαι την
αρνητικότητά, τη μιζέρια, την απονιά
τους. Όμως τι τα θες… Όσο κι αν προσπάθησες
δεν κατάφερες κάτι και κουράστηκες να
θέλεις να βοηθήσεις, να τους κάνεις να
καταλάβουν. Να ΣΕ καταλάβουν. Κανένας
τους δεν μπορεί και το έχεις καταλάβει
χρόνια τώρα. Μόνο που αν δεν το αποδεχτείς,
δουλειά δε γίνεται.
Σε
ξέρω. Είσαι από εκείνους που ζουν στα
συννεφάκια κι όλο ελπίζουν κι ελπίζουν
πως μια μέρα θ’ αλλάξουν τον κόσμο.
Ανόητος που είσαι. Κι εσύ κι εγώ που
βυθιστήκαμε στις ίδιες μας τις προσδοκίες.
Δε θα τον αλλάξουμε τον κόσμο φίλε, εδώ
καλά- καλά δεν μπορούμε να σώσουμε τους
ευατούς μας.
Παλιάτσος
κατάντησες, εαυτέ μου. Ένας κακόγουστος,
άσχημος και κακοφτιαγμένος παλιάτσος
που παίζει ρόλους για να γελούν οι άλλοι
μα η λυπή ξεχειλίζει από το ψεύτικο
προσωπείο του.
Σ’
έμαθαν ν’ αντέχεις, να υπομένεις, να μην
κουράζεσαι, να μη φωνάζεις, να μην
αντιμιλάς. Να δέχεσαι άκριτα ό,τι σου
λενε κι όταν εσύ αντιδράς να γίνεσαι το
κακό παιδί και να σε τιμωρούν.
Αντιδράς
μία, δύο, πέντε, δέκα, εκατό. Μετά
κουράζεσαι. Ξέρεις πια πως δεν έχει
κανένα νόημα και τζάμπα αναλώνεσαι. Κι
αρχίζεις να ξεσπάς στον εαυτό σου. Να
έχεις τάσεις φυγής. Να προχωράς στο
δρόμο και να νιώθεις σαν σχιζοφρενής
που μιλάς μόνος σου και κλαις. Να σε
κοιτάζουν και να σε λυπούνται, να σε
περνάνε για τρελό. Μα κανείς να μην
ξέρεις τι σ’ έκανε τόσο θλιμμένο.
Δεν
πειράζει, γελάστε κι εσείς, γελάστε με
την ψυχή σας… Γι αυτό έγινα παλιάτσος
άλλωστε. Για να βλέπω αληθινά χαμόγελα
και να ονειρεύομαι πως μια μέρα θ’
αποκτήσω κι εγώ ένα ίδιο….