Με αφορμή τη δίκη του Πέτρου Φιλιππίδη και την ιστορική απόφαση του να κριθεί ένοχος για τις απόπειρες βιασμού δύο συναδέλφων του το 2010 και το 2014, αποφάσισα να γράψω αυτό το άρθρο, ελπίζοντας να βοηθήσει όχι μόνο τις γυναίκες, μιας κι η αυτοδιάθεση δεν είναι μόνο γένους θηλυκού, αλλά και τους άντρες που υπήρξαν ή εξακολουθούν να υπάρχουν, υποστηρικτές της ιδέας του “ισχυρού φύλου”.
Η φωνή των γυναικών, άλλοτε πνιγμένη στη σιωπή της ιστορίας κι άλλοτε φιμωμένη από αυτούς που γράφουν την ιστορία, εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να διεκδικεί το δικαίωμα να ορίζει τον εαυτό της. Σε μια εποχή που κάποια πράγματα θεωρούνται ή θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα η γυναικεία αυτοδιάθεση παλεύει ακόμα να επιβιώσει, να εδραιωθεί και μερικές φορές να θεωρηθεί ως βασικό θεμελιώδες δικαίωμα. Τι εννοούμε όμως όταν λέμε αυτοδιάθεση; Αυτοδιάθεση είναι το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε γυναίκας να αποφασίζει για το σώμα(όπως η επιλογή για άμβλωση, αντισύλληψη ή μητρότητα), τη ζωή (απαλλαγμένη από καταναγκασμούς, βία ή έλεγχο τρίτων) και το μέλλον της(να επιλέγει την ταυτότητά της, την εργασία της, τον τρόπο ζωής της).
Κι όμως, ακόμα και το 2025, το αυτονόητο παραμένει ζητούμενο. Πατριαρχικές δομές, θεσμικές ανισότητες και εκτεταμένη έμφυλη βία συνεχίζουν να περιορίζουν τις γυναίκες, όχι μόνο σε φτωχές κι αυταρχικές χώρες, αλλά και στις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες.
Η ιστορία της αυτοδιάθεσης των γυναικών δεν ξεκινά από κάποιο σημείο «χειραφέτησης», αλλά από έναν μακρύ αγώνα ενάντια στην εξαφάνιση.
Στην αρχαία Ελλάδα, οι γυναίκες ήταν αποκλεισμένες από τη δημόσια ζωή. Στη Ρώμη, θεωρούνταν νομικά ανήλικες. Στον Μεσαίωνα, κυριαρχούσαν απόλυτα οι δομές της πατριαρχίας, και κάθε προσπάθεια αυτονόμησης από γυναίκες οδηγούσε συχνά στην περιθωριοποίηση ή τον στιγματισμό — από την “μάγισσα” μέχρι την “ανήθικη”.
Αυτός ο αποκλεισμός δεν αποτυπωνόταν μόνο στην πολιτική και την κοινωνία, αλλά και στην τέχνη, που λειτουργούσε ταυτόχρονα ως καθρέφτης και ως εργαλείο της πατριαρχίας. Στην όπερα, ιδιαίτερα από τον 18ο έως τον 20ό αιώνα, η γυναίκα παρουσιάζεται διαρκώς ως θύμα ή ως τιμωρητέα.
Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για την πατριαρχική καταπίεση τη γυναίκας, αν θέλουμε να εξετάσουμε το θέμα ιστορικά, από την περίφημη όπερα του Μπιζέ “Κάρμεν”. Η Κάρμεν δολοφονείται επειδή απορρίπτει τον άντρα που δεν αγαπά πια και επειδή τόλμησε να έχει εκείνη την επιλογή του συντρόφου της κι όχι η κοινωνία.
Η Τόσκα αυτοκτονεί, έχοντας προηγουμένως υποστεί ψυχολογικό και σεξουαλικό εξαναγκασμό. Η Μαντάμ Μπατερφλάι αφαιρεί η ίδια τη ζωή της, εγκλωβισμένη στην προδοσία από έναν άντρα που την εγκαταλείπει. Η Βιολέτα στη “Τραβιάτα” τιμωρείται επειδή τολμά να αγαπήσει ελεύθερα, εκτός κοινωνικών κανόνων. Πρόκειται για γυναικοκτονίες ντυμένες με μουσική και ποίηση – αισθητοποιημένες μορφές πατριαρχικής βίας που μας υπενθυμίζουν πόσο βαθιά ριζωμένες είναι αυτές οι αντιλήψεις στο συλλογικό ασυνείδητο. Το πιο τραγικό από όλα, είναι πως το κοινό περίμενε τον θάνατο της ηρωίδας, διότι μόνο έτσι μπορούσε να τη συγχωρέσει και να έρθει η κάθαρση στο μυαλό του, βάσει της κοινωνικής δομής που είχε μάθει και λειτουργούσε. Δηλαδή δύο αιώνες πριν, το να σε δολοφονήσουν επειδή είσαι γυναίκα, ήταν οριακά λαϊκή απαίτηση.
Η σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του ’60 και το φεμινιστικό κίνημα των δεκαετιών ’70–’80 έφεραν τα πρώτα μεγάλα ρήγματα στο σύστημα. Οι γυναίκες άρχισαν να διεκδικούν όχι απλώς ισότητα, αλλά και ελευθερία. Δικαίωμα στην αντισύλληψη, στον χωρισμό, στην εργασία, στη φωνή.
Στην Ελλάδα, η ισότητα των φύλων κατοχυρώθηκε θεσμικά μόλις το 1983, με την αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου. Η ποινικοποίηση του βιασμού εντός γάμου άργησε να έρθει. Η νομική έννοια της συναίνεσης καθιερώθηκε μόλις πρόσφατα στον Ποινικό Κώδικα.
Αλλά και σήμερα, η αυτοδιάθεση δεν είναι παντού ούτε πλήρης. Από τις αμβλώσεις στις ΗΠΑ που απειλούνται εκ νέου με περιορισμούς, μέχρι τις γυναίκες στο Ιράν που φυλακίζονται επειδή δε φορούν σωστά το μαντήλι τους, το σώμα της γυναίκας παραμένει πεδίο ελέγχου, τιμωρίας και διαπραγμάτευσης.
Η πατριαρχία του 21ου αιώνα δε φορά πλέον βαρύτιμες στολές ή νομικές αλυσίδες. Είναι πιο ύπουλη και πιο διάχυτη. Βρίσκεται στα σχόλια για την εμφάνιση μιας γυναίκας, στην αμφισβήτηση της ηγεσίας της, στη μείωση του μισθού της, στην απόδοση ενοχής όταν καταγγέλλει κακοποίηση. Βρίσκεται σε καλά καμουφλαρισμένες ερωτήσεις όπως “τι φορούσε, όταν τη βίασαν;”, “τι εσώρουχο φορούσατε όταν σας πλησίασε ο κατηγορούμενος;” ( και ναι, αυτή ήταν η ερώτηση του εισαγγελέα της έδρας στην έναρξη της δίκης του Φιλιππίδη, προς το πρώτο θύμα που εξεταζόταν. Σε περίπτωση που δεν έχεις νιώσει ντροπή για το ανθρώπινο είδος, νιώσε τώρα, ελεύθερα),”μήπως του ‘κουνήθηκε’ και εκείνη;”.
Είναι εκεί όταν μια γυναίκα δολοφονείται από σύντροφό της, και τα μέσα ενημέρωσης μιλούν για «έγκλημα πάθους». Είναι εκεί όταν οι γυναικοκτονίες βαφτίζονται «οικογενειακές τραγωδίες». Είναι εκεί όταν η κοινωνία αμφισβητεί το θύμα και του επιρρίπτει και ευθύνες.
Η υπόθεση του ηθοποιού και σκηνοθέτη Πέτρου Φιλιππίδη αποτέλεσε καθοριστικό σημείο καμπής για το ελληνικό #MeToo. Το 2021, στο κύμα αποκαλύψεων που πυροδότησε η Σοφία Μπεκατώρου, πολλές γυναίκες από τον χώρο του θεάτρου κατήγγειλαν σεξουαλική παρενόχληση, απόπειρες βιασμού και κατάχρηση εξουσίας.
Ο Φιλιππίδης κατηγορήθηκε για τρεις σοβαρές πράξεις: έναν βιασμό και δύο απόπειρες βιασμού. Η δίκη, που ξεκίνησε το 2022, ήταν πολυήμερη και πολυσυζητημένη. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο τον αθώωσε για την κατηγορία του βιασμού λόγω αμφιβολιών, αλλά τον έκρινε ένοχο για τις δύο απόπειρες, επιβάλλοντάς του ποινή 8 ετών κάθειρξης με αναστολή μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.
Η υπόθεση αυτή φανέρωσε δημόσια το θεσμικό και πολιτιστικό πλαίσιο ατιμωρησίας, αλλά και τη δύναμη της μαρτυρίας. Έδειξε ότι ο φόβος μπορεί να υποχωρήσει μπροστά στη συλλογικότητα. Όμως ανέδειξε και τα εμπόδια: κοινωνική δυσπιστία, καθυστερήσεις, δημόσια έκθεση των θυμάτων.
Μόνο το 2023 καταγράφηκαν στην Ελλάδα 17 γυναικοκτονίες. Και αυτές είναι μόνο οι καταγεγραμμένες. Πίσω από κάθε αριθμό, υπάρχει μια γυναίκα που δεν πρόλαβε να αποφασίσει για τη ζωή της, που δεν έχει πάρει την απόφαση να μιλήσει, που κινδυνεύει αλλά κανείς δε τη πιστεύει ή δε της δίνει σημασία, που θέλει να φύγει και κανείς δεν την βοηθάει.
Αυτοδιάθεση δεν σημαίνει μόνο το δικαίωμα στην άμβλωση ή στη σεξουαλική επιλογή. Είναι δικαίωμα στο «όχι», στο «δεν θέλω», στο «φεύγω». Είναι το δικαίωμα μιας γυναίκας να ορίζει τη ζωή της χωρίς να φοβάται. Να μεγαλώνει παιδιά χωρίς εξαναγκασμό. Να εργάζεται, να ερωτεύεται, να μιλάει, να μην απολογείται. Να ζει ελεύθερα και άφοβα όπως κάθε άντρας ζει εκεί έξω.
Σημαίνει επίσης δικαίωμα στην αποτυχία και την ελευθερία: η γυναίκα δεν οφείλει να είναι τέλεια, να είναι μητέρα, να είναι πάντα «καλή». Οφείλει μόνο στον εαυτό της να είναι ελεύθερη.
Οι θεσμοί εξακολουθούν να αποτυγχάνουν: οι καταγγελίες σπανίως φτάνουν στη δικαίωση, οι υπηρεσίες υποστήριξης είναι υποστελεχωμένες, οι θύτες συχνά προστατεύονται από τη φήμη, την εξουσία ή την «αμφιβολία».
Ταυτόχρονα, η κουλτούρα ενοχοποιεί ακόμα τις γυναίκες που τολμούν να μιλήσουν. Από το διαδίκτυο μέχρι τα τηλεοπτικά πάνελ, ο σεξισμός μεταλλάσσεται σε ελαφρύ χιούμορ, ειρωνεία ή ύποπτο σκεπτικισμό. Κι έτσι η σιωπή διαιωνίζεται. Κι έτσι ο θύτης προστατεύεται και το θύμα εξακολουθεί να παλεύει με σκιές και τέρατα. Και όλοι οι υπόλοιποι τα παρακολουθούμε στο γυαλί, τρώγοντας ποπ κορν και με διαξιφισμούς για το τι θα κάναμε εμείς ή τι έπρεπε να είχε κάνει και παράλληλα κάνουμε και το σταυρό μας που δεν ήταν κανένας γνωστός/γνωστή μας. Και στην πράξη, τίποτα. Στην πράξη πάντα μπαίνει η φράση “Μην ανακατεύεσαι και βρεις τον μπελά σου” ή “πού να μπλέκω τώρα;” Φτάνει όμως κάποια στιγμή η ώρα, που θα πρέπει και να εμπλακείς και να ανακατευτείς και αν χρειαστεί να φτάσεις στα άκρα.
Είναι αδιανόητη η ανθρωποφαγία που συμβαίνει στο βωμό της δικής μας βολής και ηρεμίας. Η αυτοδιάθεση των γυναικών δεν είναι μια αόριστη έννοια – είναι πράξη αντίστασης. Είναι πολιτική. Είναι καθημερινή διεκδίκηση απέναντι σε δομές που επιμένουν να ελέγχουν το γυναικείο σώμα, τον λόγο, την ύπαρξη. Η ιστορία της γυναίκας αλλάζει. Δεν γράφεται πια μόνο από άνδρες. Γράφεται από εκείνες που έμαθαν να σπάνε τη σιωπή. Και δε θα σταματήσουν.
Αν ήσουν ή είσαι θύμα ψυχολογικής, λεκτικής ή σεξουαλικής κακοποίησης ή έμφυλης βίας και φοβάσαι να μιλήσεις, να ξέρεις δεν είσαι μόνη σου. Μπορείς να ζητήσεις βοήθεια και υπάρχουν άνθρωποι που θα σε ακούσουν.
Αν είσαι αυτός που ξεκίνησε την κακοποίηση αλλά κι αυτός που την άκουσε ή την είδε και δε μίλησε, να ξέρετε πως τίποτα δε διαρκεί για πάντα και τίποτα δε μένει στο σκοτάδι για καιρό και πως είστε το ίδιο ένοχοι.
Όλα μπαίνουν στη θέση τους και όλοι στο τέλος παίρνουν αυτό που τους αξίζει!
Σήμερα κέρδισε λίγο ακόμα η γυναικεία αυτοδιάθεση και η ατομική ελευθερία. Αξίζει να χαρούμε!