Ένα βράδυ οδηγώντας στην άκρη της πόλης… Καθώς κάθεσαι πίσω από το τιμόνι, νιώθεις τα βάρη της ημέρας να λιώνουν για λίγο. Οι δρόμοι γύρω σου θολώνουν, και μια παλιά μελωδία ξεπετάγεται ξαφνικά, τραβώντας σε πίσω σε εποχές που ήσουν απερίσκεπτος και ατρόμητος, γεμάτος όνειρα, γέλια και μικρές επαναστάσεις.
Άλλη μια σχεδόν ανυπόφορη μέρα έφτασε στο τέλος της. Μπήκα στο αυτοκίνητο, έβαλα τα κλειδιά στη μίζα.
Κοιτάω το τζάμι. Μια τεράστια κουτσουλιά φιγουράρει στη θέση του οδηγού. Εξάψαλμος και δοξολογίες στο πουλί με τη διάρροια, λες και δε μου έφταναν όλα τ’ άλλα.
Βάζω υαλοκαθαριστήρα. Δεν έχω νερό. Καθαρίζω με αντισηπτικό μωρομάντηλο.
Φώτα, air-condition στο full και τα παράθυρα κλεισμένα. Τα τελευταία χρόνια ο κλιματισμός κατά την οδήγηση είναι ανοιχτός χειμώνα-καλοκαίρι. Δεν μπορώ να βασανίζομαι ούτε με το κρύο, ούτε με τη ζέστη.
Το αυχενικό μου με είχε πιάσει από το απόγευμα, η ώρα είχε πάει έντεκα το βράδυ, μόλις είχα σχολάσει από τη δουλειά και το μισό μου χέρι είχε παραλύσει. Ένας πονοκέφαλος ήρθε να προστεθεί σαν κερασάκι στην τούρτα, τα οποία κεράσια -σημειωτέον- απεχθάνομαι.
Ενήλικη ζωή ή όπως θα έλεγε και η φίλη μου η Ράνια: «Είμαστε ακόμη έξω, γιατί ο φόνος είναι ποινικό αδίκημα».
Η κουτσουλιά δεν ήταν τυχαία. Ήταν η σφραγίδα του σύμπαντος. Ένα τελειωτικό φάσκελο σε μια ημέρα από την οποία έχει παρελάσει κάθε μορφής ηλιθιότητα, ευθύνη, χαλασμένη επικοινωνία, εσωτερικό σιχτίρισμα κι άλλα ακατανόμαστα στη σφαίρα του παραλόγου.
Άλλη μια μέρα που η υπομονή έχει ξεχειλώσει σαν βρακί στους 90 βαθμούς και στέκεις ευθυτενής, χαμογελαστός και σιγομουρμουράς ”I’ve got it under control”. Δαλάι Λάμα. Greek edition!
Αφού το mantra μου με κράτησε όρθια και σήμερα, βάζω μουσική. Ο σταθμός μου δεν πιάνει μία από σήμα -όπως πάντα- και η λύση είναι σε random λίστες στο YouTube. Μπας κι η μουσική ηρεμήσει λίγο την ταραγμένη μου ψυχούλα, μέχρι να φτάσω σπίτι για να φάω τους τοίχους.
Εκεί, λοιπόν, που ανεβαίνω την ανηφόρα του θανάτου και παρακαλάω να μην πετύχω κανέναν – γιατί θα πάθω κρίση πανικού, αν πρέπει να σταματήσω με χειρόφρενο – ξεκινά να παίζει ένα παλιό, γνώριμο τραγούδι της εφηβείας μου.
Σχεδόν είχα ξεχάσει πως, πριν από είκοσι καλοκαίρια, κωλοχτυπιόμουν με αυτό σαν να μην υπήρχε αύριο.
Κι εκείνη η φωνή στο ραδιόφωνο να ουρλιάζει: «Βγαίνω στον δρόμο ορκισμένος να μπω, στα παλάτια του ήλιου να μπορέσω να πω…».
Πώς μεγαλώσαμε έτσι, ρε γαμώτο;
Θα με έβλεπε ο έφηβος εαυτός μου σήμερα και θα έλεγε: «Τι συμβαίνει σε αυτή τη θεία; Ποια είναι η κυρία;».
Η φωνή του Παυλίδη με γύρισε πίσω.
Εκείνη την εποχή δεν ανήκα στο τάγμα των χειμωνάκηδων και του anti-social space.
Περίμενα καρτερικά τα καλοκαίρια για άραγμα στις πλατείες με παγωτό ξυλάκι, δεν έχανα τεύχος των Schooligans (ό,τι καλύτερο υπήρχε!) κι αγόραζα με θρησκευτική ευλάβεια το DVD των συναυλιών για να το βάλω στη διαπασών.
Τότε, τα σκισμένα μου παντελόνια ήταν άποψη, τα ταλαιπωρημένα All Star με τους στίχους ήταν super cool, ενώ κοντραριζόμασταν μεταξύ μας για το πόσες τρύπες στα αυτιά μάς άφησε να κάνουμε η μάνα μας! Ή βέβαια τις κάναμε κρυφά -όπου το πέρασμα πετονιάς στο piercing πριν φτάσεις σπίτι, ήταν ένα μαεστρικό δημιούργημα!
Τα καλοκαίρια μύριζαν παρέα και κιθάρα σε ένα παγκάκι. Συζητήσεις βραδινές για ερωτικά αδιέξοδα, μεγάλα όνειρα που μοιράζονταν σε κύκλους εμπιστοσύνης.
Οι όρκοι δίνονταν στην καύτρα του πρώτου τσιγάρου που γύριζε γύρω-γύρω ανάμεσα σε βήχα και γέλια.
Βλέμματα καθαρά, σκέψεις ολάνοιχτες στην υγρασία μιας παραλίας.
Φόβοι που πετιούνταν στη φωτιά κι ένα μπουφάν φορεμένο στα δύο, μαζί με μια αγκαλιά κατανόησης.
Βιβλία -απαγορευμένα από τα χρηστά ήθη του σχολείου- μοιράζονταν συνωμοτικά από τσάντα σε τσάντα, ραβασάκια ευφάνταστα έβρισκαν τον παραλήπτη τους με τους πιο απίθανους τρόπους, υπενθυμίσεις γραμμένες με posca στις τσάντες «Να θυμηθώ να μην ταιριάξω».
Τα χρόνια πέρασαν και ταιριάξαμε, ρε φίλε μου. Κι όχι απλά μοιάσαμε με εκείνα που σατιρίζαμε, αλλά ενσωματωθήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε.
Θα μου πεις πως ο χρόνος φέρνει την ωριμότητα. Πως μαθαίνεις να μην είσαι φιτίλι αναμμένο, πως εκπαιδεύεσαι στο να είσαι διπλωμάτης και να χειρίζεσαι καλύτερα τις καταστάσεις.
Εν μέρει, γιατί τα άλλα είναι μπούρδες! Ο χρόνος σου μαθαίνει να γνωρίζεις καλύτερα τον εαυτό σου και να μην είσαι ασταθής με τις ανασφάλειές σου. Αλλά επίσης σου δημιουργεί καινούργιες, πιο βαθιές από εκείνες τις νεανικές. Κι αυτές δεν είναι αθώες, ούτε επιφανειακές!
Η ενήλικη ζωή σε βάζει σε τετραγωνάκια οργάνωσης που καταλήγουν να γίνονται ρομποτικά συστήματα. Σου κλέβει τη φωνή, γιατί αν μιλήσεις όπως ακριβώς σκέφτεσαι, κατά πάσα πιθανότητα θα βρεθείς προ εκπλήξεων.
Σου θάβει τον αυθορμητισμό και σε γεμίζει φόβο.
Φόβο για το αν εκφράστηκες σωστά.
Φόβο για το μήπως κάποιος το πήρε στραβά, μήπως παρεξηγήθηκες, μήπως χαλάσεις την εικόνα σου, μήπως την πληρώσεις χωρίς να φταις.
Κι αυτό δε σχετίζεται με την ευγένεια, για να προλάβω ορισμένους. Έχει να κάνει με την ανάγκη να μιλάς ανοιχτά για όσα δε σε κάνουν να νιώθεις καλά, να ξέρεις πως θ’ ακουστείς, χωρίς να χρειάζεται να φιλτράρεις 100 φορές στο κεφάλι σου τις λέξεις που θ’ αρέσουν στον άλλον.
Όντας ενήλικας παύεις να είσαι δημιουργικός άνευ λόγου. Δεν υπάρχει το μοτίβο του τύπου «σκαρώνω ένα τραγούδι γιατί γουστάρω και το κρατάω για μένα», που λέει ο λόγος. Το χρήμα κρύβεται πίσω από κάθε εγχείρημα, όποιο φερετζέ και να του φορέσεις, όσο ωραία κι αν το πλασάρεις. Χρήμα και δόξα, του κυρίου δεηθώμεν!
Σαν ενήλικας δεν νιώθεις ποτέ γεμάτος. Πάντα κάτι φταίει, κάτι λείπει, κάτι που δεν έγινε τόσο καλά φέρνει απογοήτευση κι εσωτερικό καταρράκωμα, γιατί ζεις συνέχεια σ’ ένα μικροσκόπιο που σε κρίνουν μέχρι κι από τον τρόπο που θα πεις «καλημέρα».
Η καθημερινή υποχρέωση του να είσαι άψογος, η βλαμμένη ανάγκη να είσαι αποδεκτός ή έστω να γλιτώσεις τη σύγκρουση και τη μουρμούρα, είναι βαρίδια που σε τραβούν όλο και πιο βαθιά στον πυθμένα του εσωτερικευμένου άγχους σου. Γκώσαμε στα αυτοάνοσα κι ακόμα αναρωτιόμαστε γιατί!
Ο χρόνος δε λειτουργεί για εμάς σαν ταξίδι εμπειρίας, αλλά ως ένα τρενάκι τρόμου με χρονοδιαγράμματα, στόχους, σχεδιασμούς, τοξική θετικότητα (που ανάθεμα πια!), πίεση, νεύρα, πολλά νεύρα και ξανά νεύρα στο τετράγωνο! Μια λούπα την οποία είσαι αναγκασμένος να ζεις σε επανάληψη!
Μα, καλά! Τίποτα θετικό δεν υπάρχει; θα μου πεις! Φυσικά, αλλά είσαι τόσο πηγμένος που δεν μπορείς να το απολαύσεις ή τόσο κουρασμένος σωματικά και ψυχικά που προτιμάς να κοιμηθείς.
Υπάρχουν όμορφοι σταθμοί στην ενήλικη ζωή και σημαντικές εμπειρίες που αξίζει να βιώσεις.
Αρκεί να μην ξεχνάς να βγαίνεις λιγάκι από τα καλογυαλισμένα παπούτσια και το σοφιστικέ ντύσιμό σου, από τους ρόλους και τις υποχρεώσεις.
Σίγουρα δεν είναι εύκολο να πεις με την ίδια ευκολία των 20 «τράβα μου στο διάολο» στον αούγκανο που σου κορνάρει, ενώ το φανάρι δεν πρόλαβε καλά-καλά ν’ ανάψει πράσινο.
Δεν μπορείς ν’ αγνοήσεις πολλούς ανθρώπους που θα ήθελες.
Δεν μπορείς να αντέξεις πια τις τόσες συναυλίες και τις ξεθυμασμένες μπίρες μέχρι τις πρωινές ώρες.
Μπορείς, όμως, να επιτρέψεις στον εαυτό σου να υπάρξει ελεύθερος, όπως τον θυμάσαι, κάποιες στιγμές της ημέρας. Να γελάσεις κανονικά κι ας χαχανίζεις σαν γουρούνι με δύσπνοια. Μην το κρατάς επιτηδευμένα για να μην παρεξηγηθείς!
Άνοιξα το παράθυρο, δυνάμωσα τη μουσική, έλυσα τα μαλλιά μου και τραγούδησα σε όλη τη διαδρομή ξέφρενα.
Το αυχενικό μαγικά εξαφανίστηκε.
Σαν να μην είχε περάσει μέρα από τότε…
Σ’ εκείνη τη σύντομη διαδρομή ήμουν ξανά εγώ.
Μετά από πολύ, πολύ καιρό.