Αν
υπάρχει κάτι που θέλω από σένα, είναι
όταν με διαβάζεις να σου έρχονται
γνώριμες εικόνες. Θέλω να μπορώ να μιλάω
στο μέσα σου, και να νιώθεις ότι δεν τα
λέω έτσι, για να τα πω.
Πάμε
λοιπόν.
Ένα
απ’ αυτά τα πραματάκια που δημιουργούν
εικόνες λοιπόν (και όχι μόνο εικόνες,
αλλά και μνήμες, κι ελπίζω και συναισθήματα)
είναι αυτό που όλοι ψάχνουν, αυτό που
σε όλους λείπει, αυτό που θέλει η Γαρμπή
(για τους λίγους), αυτό το μαλακισμένα
φευγαλέο «κάτι».
Αυτό
το «κάτι» λοιπόν, που θα μπορούσε άνετα
να γίνει ψυχολογικός όρος στα των
σχέσεων, και θα γινόταν καταλύτης στην
ευτυχία των ανθρώπων (κατ’ εμέ – αν
υπήρχε) είναι από τη φύση του κάτι πολύ
πολύ απλό: δεν έχουμε ιδέα τι στο διάολο
είναι!
Γιατί
αυτό; Μα φυσικά, επειδή για τον καθένα
είναι διαφορετικό. «Ουάου…», θα μου
πεις, «…με φώτισες». Δε θα το ορίσω,
σίγουρα δεν μπορώ.
Αλλά,
για σκέψου, μήπως μπορείς εσύ να το
ορίσεις;
Μήπως
σου δημιουργήθηκαν οι εικόνες που
λέγαμε;
Ποιος
ήταν εκείνος ο άνθρωπος ο οποίος, έστω
και για λίγο στη ζωή σου, είχε αυτό που
λέμε «το κάτι»; Πώς ήρθε; Πόσο έμεινε;
Ήταν
χαρούμενη η ιστορία σου; Χμμ…
Όπως
πάντα, έτσι και σήμερα, θέλω κάπου να
καταλήξω.
Πόσοι,
αλήθεια, γνωρίζουμε τι είναι αυτό που
μας τραβάει στους άλλους;
Πόσοι
κρύβουμε την αληθινή μας επιθυμία και
τα κριτήρια πίσω από ένα «ε να μωρέ,
καλός/ή είναι, αλλά, δεν έχει αυτό το…
κάτι».
Και
φυσικά, πόσο πιο εύκολα θα ήταν τα
πράγματα αν καταλαβαίναμε τι θέλαμε;
(καλά, το λέω εγώ τώρα, κι ας πέσει
κάτω).
Τι
σκατά δεν έχει δηλαδή ρε μεγάλε; Τι είναι
αυτό το τόσο σημαντικό πια για σένα ρε
κοπελιά, και το ένα σου ξινίζει και το
άλλο σου βρωμάει;
Μήπως
είναι εύκολο να απορρίπτουμε κόσμο
βασισμένοι σε κάτι το οποίο να είναι
τόσο τραβηγμένο, που πιθανότατα να μην
υπάρχει καν;
Μήπως
είναι πιο εύκολο να καταφεύγουμε στο
παρελθόν και στα όσα (νομίζουμε ότι) μας
προσέφερε, και να αποφεύγουμε την τωρινή
πραγματικότητα;
Μήπως
αυτό το «κάτι» το είχε κάποιος τότε,
παλιά, όταν τον θεωρούσαμε μοναδικό;
Σκέψου
το εξής απλοϊκό. Μπορεί να μιλάμε για
εβδομάδες, μήνες, ακόμα και χρόνια τα
οποία μεσολαβούν από «τότε» μέχρι τώρα.
Είσαι ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν τότε;
Θα ενθουσιαζόσουν τώρα το ίδιο;
Θα
καθόσουν με τις ώρες να την κοιτάς σαν
το χάνο; Θα δεχόσουν όλη του την παπαρολογία
και θα δικαιολογούσες τα όσα βατράχια
ξέφευγαν απ’ το στόμα του, με τη
δικαιολογία του ενθουσιασμού;
Ή
μήπως θα τον/ην κοιτούσες με την τωρινή
σου καχυποψία και θα του έριχνες ένα
ωραιότατο χέσιμο/σιχτίρι όταν άρχιζε
τα τσαλίμια του; Πόση εντύπωση θα σου
έκανε τώρα αυτό το οποίο λάτρευες τότε;
Και
φυσικά, πόσο θα σε επηρέαζε το τέλος;
Τι
σημαίνει αυτό; Μην κρύβεσαι πίσω απ’
το δάχτυλό σου. Μην κρατάς ψηλά το λάβαρο
του παρελθόντος και μην αφήνεις τον
παραλογισμό αυτό να συνεχιστεί.
Αυτό
το «κάτι» δεν υπάρχει, και πιθανότατα
το εφευρίσκεις μόνος/η, για να επιτρέψεις
στον εαυτό σου να ταλαιπωρηθεί κι άλλο.
Για
να αυτοτιμωρηθείς για τα «λάθη» που
έκανες (ή τουλάχιστον όσα εσύ θεωρείς
λάθη) και για να εξιλεωθείς που δεν ήσουν
αρκετός/ή για εκείνο το άτομο που
θεοποίησες. Μην ακούσω ότι δεν το’ χεις
κάνει ποτέ, θα φας κι εσύ σιχτίρι!
Ξέρω,
πάλι θα ακούσω την καραμέλα του
συναισθήματος, και πόσο δύσκολο είναι
να ξεκολλήσεις, και μπλα μπλα μπλα.
Νισάφι! Μεγάλο παιδί είσαι πλέον, κι
ακόμα κι αν πέρασες δύσκολα, μάντεψε:
τα πέρασες! Αόριστος, παρελθόν, finito,
πάπαλα.
Τελείωσε,
πάμε γι’ άλλα, για καλύτερα (θα το γράφω
μέχρι να το πιστέψουν όλοι το συγκεκριμένο,
το αποφάσισα!)…
Μην
ψάχνεις στο τώρα κάτι που νομίζεις ότι
βρήκες παλιά. Γιατί χάνεις την πολύ
πραγματική πιθανότητα αυτό το «κάτι»
που λες ότι θέλεις, να είναι ακριβώς
δίπλα στην παρωπίδα σου…
Think
about it.