Η κρυφή ιστορία της Αθηνάς Νάσσου.
Επιτέλους ήρθες. Είχες καιρό. Πάνε χρόνια που έχεις να ʾρθεις. Κόντεψα να πιστέψω πως έγινες σκιά, όπως όλοι όσοι φεύγουν.
Έλα, μη θυμώνεις, σε πειράζω. Πώς είναι δυνατόν να πιστέψω πως δε θα ξανάρθεις; Κανένα σκοτάδι δεν είναι ικανό να θαμπώσει τόση ανάμνηση. Καμία σιωπή δεν μπορεί να σβήσει τον ήχο της φωνής σου.
Ξεχάστηκα όμως. Κάθισε, μη στέκεσαι. Να τα πούμε λίγο όπως τότε. Ναι, τότε. Παιδιά ήμασταν, τι περίμενες; Ελπίζαμε ακόμα στο «για πάντα», ειδικά, όταν αυτό στεκόταν απίκο μπροστά στο «μαζί».
Θυμάμαι την πλατεία του χωριού, τις εξερευνήσεις, τις ποδηλατάδες. Τα βράδια δίπλα στη σόμπα, κουκουλωμένες νʾ αραδιάζουμε ένα σωρό τρομακτικές ιστορίες και να σκαρφιζόμαστε άλλες τόσες. Πού να ξέραμε, πως αυτό που τρέμαμε ήταν αστειάκι μπροστά σʾ αυτό που μας περίμενε;
Εσύ θυμάσαι; Υπάρχει η έννοια της ανάμνησης στο άυλο; Όχι, μη σκοτεινιάζεις. Μου τη δίνει όταν το κάνεις, τόσα χρόνια στο λέω. Έλα, εντάξει. Σκούπισε τα μάτια σου. Αλλάζω θέμα.
Παιδιά, λοιπόν. Τι περίμενες; Στο έλεγα εγώ, να μέναμε έτσι για πάντα. Το ήξερα. Ήξερα πως ο χρόνος δεν ήταν μαζί μας κι ας τον ξόρκιζες εσύ με το γέλιο σου κι εγώ με τον τσαμπουκά μου.
Μεγαλώσαμε όμως. Μπορείς να θυμηθείς τους έρωτες; Τα κλάματα; Τα ξενύχτια με μουσική απʾ το κινητό; Εγώ να πίνω σαν τρελή κι εσύ να με μαλώνεις. Να καπνίζω αδιάκοπα κι εσύ να γκρινιάζεις.
«Δε σου κάνουν καλό όλα αυτά», έτσι έλεγες. Αλήθεια γιατί όλα αυτά; Εσύ που δεν τα έκανες, τι κατάφερες, για πες; Μʾ εκείνα και με τʾ άλλα κοντέψαμε τα είκοσι. Δεν άντεξες την τρέλα μου. Σου έπεσε πολύ. Δε σε κατηγορώ. Ήρθε η ρήξη. Δυο χρόνια σχεδόν μακριά σου. Συγγνώμη για ό,τι έκανα λάθος. Αρκεί που γύρισες.
Γιατί γύρισες, αλήθεια; Γιατί γύρισες να μου πεις πως δεν είσαι καλά; Αφού μια χαρά είσαι. Αφού πάντα θα είσαι μια χαρά. Όλα περνάνε. Έτσι έλεγες καιρό μετά.
Τα βράδια που έφευγες απʾ το κρεβάτι για να μη με ξυπνήσεις με το κλάμα σου και σʾ έβρισκα το πρωί στο σαλόνι, διπλωμένη απʾ τον πόνο. Χλωμή και με πρησμένα μάτια. «Καλά είμαι, θα περάσει», έτσι είπες.
Στο κρατάω λίγο ξέρεις, που δε με ξυπνούσες αυτές τις νύχτες. Που δε μʾ άφηνες να είμαι εκεί στις θεραπείες σου. Που δεν έβγαζες ποτέ την περούκα σου μπροστά μου, μην τυχόν συνηθίσω στη νέα πραγματικότητα και πάψω να σε θυμάμαι αλλιώς. Που δε με άφησες να το ζήσω μαζί σου ολοκληρωτικά. Που δε μʾ άφησες να συνηθίσω λίγο στον πόνο. Έτσι, για να μην τον πιω μονορούφι. Μα πάνω απʾ όλα που δε μʾ άφησες να πάρω το βάρος σου. Να σʾ ελαφρύνω λίγο.
Αχ! αυτή η δύναμή σου. «Θα περάσει», μόνο αυτό έλεγες και χαμογελούσες. Αληθινά χαμογελούσες.
Μετά άρχισε η κάτω βόλτα κι εσύ επέλεξες να χαθείς. Το θυμάσαι; Αλήθεια γιατί; Γιατί με προστάτευσες ακόμα και τότε απʾ αυτό που ερχόταν με φόρα πια προς τα πάνω μας; Ήσουν αποφασισμένη, όπως πάντα. Αγύριστο κεφάλι. Μη μας φοβίσεις. Μη μας πληγώσεις. Μη μας σημαδέψεις.
Προτίμησες να σηκώσεις και το δικό μου βάρος. Το βάρος όλων μας. Μα είχαμε κι εμείς πείσμα. Δε γινόταν να σʾ αφήσουμε μόνη στα γενέθλιά σου. Καλή δικαιολογία που κάλυψε μια χαρά πως δεν αντέχαμε μακριά σου. Η αφορμή που θέλαμε.
Θα σου κάναμε έκπληξη, λοιπόν. Τι σόι φίλες ήμασταν; Μα ποιος τόλμησε ποτέ να σου φέρει αντίρρηση; Τίποτα πιο πεισματάρικο κι αποφασισμένο από σένα, ρε. Γρήγορα-γρήγορα την έκανες λίγη ώρα πριν φτάσουμε. Κι ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Το επόμενο πρωί χαμογελούσες κι αλήθεια έμοιαζες ακόμα παιδί. Τον ξόρκισες το χρόνο. Είχες δίκιο. Δε σε θυμάμαι άσχημα. Κανείς μας δεν το κάνει. Και βέβαια καλά έκανες. Μας προστάτευσες τόσο, που ούτε συνειδητοποιήσαμε για πού το ʾβαλες.
Και να που ήρθες. Το ήξερα πως, τελικά, θα μου την ξαναφέρεις εσύ. Αιώνια θα μου τη φέρνεις εσύ. Κι εγώ θα σου γελάω. Και θα σε ευχαριστώ που για άλλη μια φορά μπήκες στο όνειρό μου. Έστω, εκεί.
Ξεχάστηκα όμως. Κάθισε, μη στέκεσαι.