Δεν πίστευα ποτέ πως οι άνθρωποι
μπορούν να χωριστούν σε κατηγορίες. Μέχρι και την εφηβεία μου, όλα ήταν
περιτριγυρισμένα από ένα ροζ συννεφάκι, όπου όλοι ήταν καλοί και δεν είχαν όλα
μια αιτία.
Μεγαλώνοντας, είδα, άκουσα,
έμαθα και πέρασα πράγματα που σίγουρα δεν τα θαυμάζουν όλοι, αλλά σχεδόν με
απόλυτη βεβαιότητα σας λέω ότι δε μπορούν να τα κάνουν και όλοι.
Έγινα μουσικός! Με όλη τη σημασία
της λέξης. Το ωδείο έγινε, και είναι, το δεύτερο σπίτι μου, η κιθάρα μου η
προέκταση του χεριού μου και οι παρτιτούρες, οι καλύτεροι μου φίλοι.
Σαν μουσικός, λοιπόν, ο κόσμος
απέκτησε μια διαφορετική οπτική στα μάτια μου. Σίγουρα εσείς που ασχολείστε, θα καταλαβαίνετε
τι σας λέω.
Στην αρχή, όταν καταλάβαινα τι
εστί μουσικός, ο κόσμος φαινόταν πιο κεφάτος, πιο ζωηρός. Θυμάμαι πως όπου και
να στεκόμουν, άκουγα ήχους και μέσα στο μυαλό μου προσπαθούσα να βρω τη νότα.
Ήταν το παιχνίδι που σαν μουσικοί όλοι κάναμε και κάποιοι το κάνουμε ακόμη.
Έπειτα ήρθε η εφηβεία. Δεν
υπάρχει πιο μπερδεμένο πλάσμα από έναν έφηβο μουσικό, πιστέψτε με.
Όλα τα βλέπαμε κόκκινα, ξέρετε
της επανάστασης. Βλέπαμε έναν κόσμο έτοιμο να εκραγεί κι εμείς ήμασταν εκεί,
αρματωμένοι με τα ταμπούρα, τις γκρανκάσες και τα πιατίνια, να σημάνουμε «πυρ».
Πολύ «βρώμικος» κόσμος για τα δικά μας γούστα.
Κι ύστερα ήρθε η ενηλικίωση. Και
ξεφύγαμε από την επαναστατική φλόγα. Και ενσωματωθήκαμε στον βρώμικο κόσμο
χωρίς να το καταλάβουμε και η μουσική απέκτησε άλλο νόημα.
Άρχιζε να εκφράζει πιο βαθιά συναισθήματα.
Ξέρετε, τ’ αληθινά, εκείνα που οι μεγάλοι, αλλά και οι απλοί άνθρωποι, δεν
κατάφεραν ποτέ να εκφράσουν. Εκείνα που με τον καιρό μας δίδαξαν να θάβουμε και
να λέμε το αντίθετο μη τυχόν και πληγωθούμε.
Εμείς, οι μουσικοί, τα είδαμε
κάπως διαφορετικά. Ήταν εκείνη η περίοδος, που μέχρι και το «σ’ αγαπώ» μας το μελοποιούσαμε
και το κάναμε νότες. Οι τσακωμοί μας γίνονταν πάνω σε μουσικά τέμπο και οι
φωνές μας, συγχορδίες δίφωνες και σύμφωνες.
Εκείνη την εποχή ήταν που όλα
έπαιρναν τη μορφή, το ρυθμό και τη μουσική που ταίριαζε στο μέσα μας κι όχι σ’
αυτό που θέλαμε να δούμε ή να γίνουμε.
Και κάπου εκεί αρχίσαμε να
βάζουμε τους ανθρώπους σε κατηγορίες. Στην αρχή ήμασταν «οι μουσικοί» κι «οι
άλλοι». Ύστερα η κατηγορία των «άλλων» χωρίστηκε και πάνω-κάτω τις ξέρουμε όλοι
λίγο-πολύ τις κατηγορίες, χωρίς να είναι κανείς μουσικός. Οι κάγκουρες, οι
κυριλέδες, κ.α.
Πάντα γνωρίζαμε, βαθιά μέσα μας,
πως είμαστε διαφορετικοί, αλλά η απόδειξη ήρθε στην ενηλικίωση. Μιλούσαμε
διαφορετικά, πιο ανοιχτά, με χιούμορ και μπέσα, χωρίς να σημαίνει πως δεν υπήρχαν
εξαιρέσεις. Νιώθαμε με διαφορετικό τρόπο. Ίσως πιο απλόχερα, πιο τρυφερά.
Βλέπαμε την ψυχή του άλλου σαν
σώμα και προσπαθούσαμε να μην της κάνουμε ούτε μία αμυχή. Στο τέλος, βέβαια,
γινόμασταν εμείς κουρέλια κι οι άλλοι συνέχιζαν τη ζωούλα τους και ήταν λογικό.
Γιατί εμείς ευαισθητοποιούμασταν πιο εύκολα, αλλά και πιο γρήγορα. Τα δίναμε
όλα γιατί ξέραμε πως είναι θέμα χρόνου να ξαναγεμίσουμε. Διότι γινόμασταν πιο
δεκτικοί με τους άλλους.
Υπήρξαν κι άνθρωποι που έμειναν
δίπλα μας μόνο και μόνο για λίγη απ’ αυτή την ενέργεια, αλλά πάντα φαίνονταν
ποιοι είναι και δεν κρατούσαν για πολύ.
Ακόμη και στο φλερτ διαφέραμε.
Έβλεπες γύρω-γύρω μια κατάσταση ασφυκτική, αμίλητη, κουμπωμένα στόματα , ραμμένες
καρδιές και όλα αυτά γίνονταν φανφάρες, χυδαιότητες και αερολογίες. Κι όσο οι
άλλοι ή οι άλλες εντυπωσιάζονταν τόσο εμείς βλέπαμε το κενό εκεί μέσα.
Αντίθετα, εμείς για να κολλήσουμε
έπρεπε να τον εξερευνήσουμε τον άλλον. Όχι να τον μάθουμε, να τον
εξερευνήσουμε, έχει διαφορά. Άλλωστε τους ανθρώπους ποτέ δε τους μαθαίνεις, όσα
χρόνια κι αν περάσουν συνεχίσουν να σε εκπλήσσουν, είτε με τη βλακεία τους είτε
με τα επιτεύγματά τους.
Εμείς έπρεπε να τους κοιτάξουμε
πρώτα στα μάτια, γιατί εκεί βλέπαμε ψυχή, να μας χαμογελάσει για να καταλάβουμε
πόσο αδύναμος ή δυνατός είναι κι έπειτα να του κάνουμε κουβέντα για ένα μουσικό
θέμα, να τεστάρουμε και νοημοσύνη όχι τίποτα άλλο.
Κι όταν πια μεγαλώσαμε κι είχαμε
χαράξει τη δική μας πορεία και δε χρειαζόμασταν πια ούτε βοηθητικές, ούτε και
τα φώτα για να την προχωρήσουμε, ήρθαν οι μουσικές που είχαμε νιώσει στο πετσί
μας μαζί με τις αναμνήσεις που μας έκαψαν το δέρμα και την ψυχή και συνέθεσαν
την ωραιότερη συμφωνία.
Χωρίς αρμονία, χωρίς κανόνες, με
απόλυτη κατάθεση ψυχής, το ίδιο μας το πάθος, η μουσική, μας κάθισε κάτω και
μας έκανε ακροατές της ίδιας μας της ζωής.