Μέσα Μαζικής Μεταφοράς: το
αναγκαίο κακό αυτού του σύμπαντος. Οι εφτά πληγές του Φαραώ. Μαζεμένες. Τα
μισούμε, τα σιχαινόμαστε, όλοι έχουμε κρυφά ονειρευτεί πως, επιτέλους,
εφευρέθηκε ο διακτινισμός και μεταφερόμαστε άνετα, σε δευτερόλεπτα, εκεί που
θέλουμε χωρίς κόπο, αναμονή, έκθεση σε μολυσματικές ασθένειες και αγενείς
συμπεριφορές.
Επίσης, όλοι έχουμε ζηλέψει τον
τρόπο μεταφοράς στο Minority Report και σκεφτήκαμε, έστω μια φορά, τι
τέλεια που θα ᾽ταν να τον είχαμε στην πόλη μας.
Ποιος δε χαστούκισε νοερά τον
Καμίνη για το χάλι των λεωφορείων; Ποιος δεν έριξε από μέσα του -κι απ έξω του-
μπινελίκια, βλέποντας το μετρό να μοιάζει τραγικά με κονσέρβα από σαρδέλες;
Κλειστή.
Ποιος δεν περίμενε μια ώρα στη
στάση κάτω απ᾽ το λιοπύρι του Ιουλίου ή το ψοφόκρυο του Γενάρη για να πληρώσει
τελικά δεκατρία ευρώ ταξί προκειμένου να πάει στον προορισμό του;
Ποιος δεν σκέφτηκε «καλά, όταν
βγω στη σύνταξη θα κάνω τρελές βόλτες με το τραμ, που θα χω άπειρο χρόνο, έτσι
που σέρνεται στη γη σαν σαλιγκάρι!»
Παρ᾽ όλα αυτά, υπάρχει και μια
άλλη οπτική με την οποία μπορεί κανείς να δει το θέμα των Μέσων Μαζικής
Μεταφοράς: η ρομαντική.
Για να προσεγγίσεις μ᾽ αυτήν την
οπτική, χρειάζεται απαραιτήτως να διαθέτεις μια μικρή, απειροελάχιστη, έστω,
περιέργεια.
Αυτό σημαίνει, να έχεις το
μικρόβιο της παρατήρησης των άλλων ανθρώπων. Αν συμβαίνει αυτό, τότε τα ΜΜΜ
μετατρέπονται σ᾽ ένα ατέλειωτο πανηγύρι, μια γιορτή, η χαρά του παιδιού -δηλαδή
η δική σου.
Στάσεις. Τίποτα δεν είναι τόσο
απλό και καθημερινό όσο φαίνεται. Στις στάσεις είτε πρόκειται για δρόμο, είτε
για αποβάθρες, βρίσκεται κάθε καρυδιάς καρύδι. Όλες οι φυλές, όλα τα χρώματα,
όλες οι ηλικίες.
Οι νεαρότεροι κοιτούν τα κινητά ή
τα τάμπλετ τους, ενώ τ᾽ αγόρια ακούν μουσική σ᾽ εκκωφαντική ένταση, τόσο που
αναρωτιέσαι αν σε πέντε χρόνια θα τους έχει απομείνει καθόλου ακοή. Οι
μεγαλύτεροι δεν στέκονται στο πεζοδρόμιο αλλά στο δρόμο κοιτάζοντας προς την
κατεύθυνση που έρχεται το λεωφορείο. Λες και θα ᾽ρθει γρηγορότερα αν το κοιτάς
απ’ το δρόμο.
Υπάρχει μια διάχυτη αμηχανία στις
στάσεις, ακατανόητη η αλήθεια είναι. Μοιάζει σαν όλοι να θέλουν να φτάσει το
μέσο για να γλιτώσουν επιτέλους.
Το μέσο έρχεται τελικά και εκεί
βλέπεις να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου ο χαρακτήρας καθενός απ᾽ τους
συνεπιβαίνοντές σου. Ο αγενής, ο παρτάκιας, ο πονηρούλης, ο ανασφαλής, ο διακριτικός,
ο ευγενικός (ο ποιος;). Ο τρόπος που προσπαθεί κανείς να μπει στο λεωφορείο ή
στο μετρό, ιδιαίτερα όταν έχει κόσμο, λέει πολλά για την ιδιοσυγκρασία του, ενώ
μπορεί να σου λύσει και την απορία γιατί η χώρα μας έχει περιέλθει σ᾽ αυτήν την
κατάσταση. Μαντέψτε ποια είναι η πλειοψηφία; Ο παρτάκιας που παίζει στήθος με
στήθος με τον πονηρούλη!
Ο αγώνας συνεχίζεται φυσικά και
μέσα στο μέσο, όμως, τώρα έχει πάρει τη μορφή «όποιος κάτσει πρώτος κερδίζει
ένα εκατομμύριο ευρώ». Δεν εξηγείται αλλιώς η μανία. Κι ύστερα, ο οδηγός (που
πρέπει να γίνει άρθρο από μόνος τους) θεωρώντας πως κουβαλάει σακιά με πατάτες
και με σίγουρο απωθημένο την καριέρα του Νίκη, του Λάουντα ντε, ξεκινάει το
όχημα και όποιος πρόλαβε να κάτσει ή να πιάσει χειρολαβή, τον Κύριο οίδε!
Κάπου εκεί, ανάμεσα στους
ταλαιπωρημένους, καθημερινούς ανθρώπους, μπορεί να βρεις μερικά διαμάντια:
Μια μαμά με το κοριτσάκι της, που
προφανώς το έχει πάρει από τη γιαγιά, το οποίο τιτιβίζει ασταμάτητα
βομβαρδίζοντας μ᾽ ερωτήσεις τη μαμά του κι εκείνη το κοιτάει με βλέμμα γεμάτο
αγάπη.
Έναν ηλικιωμένο κύριο, με
τραγιάσκα ψαροκόκκαλο που κοιτάει έξω από το παράθυρο και χαμογελάει νοσταλγικά
σα να θυμάται κάτι.
Έναν Πακιστανό που στέκεται στριμωγμένος
σ᾽ ελάχιστα εκατοστά για να μη δώσει το δικαίωμα σε κανέναν να τον θίξει για
τον χώρο που πιάνει στο ελληνικό μέσο μεταφοράς.
Ένα γραβατωμένο στέλεχος με
δερμάτινη τσάντα που μιλάει στο Bluetooth για δουλειά -μα τι άλλο;-
και ξεσφίγγει τη γραβάτα του ενώ μια φοιτητριούλα τον κοιτά με δέος.
Μια μουσουλμάνα μωρομάνα με τη
μαντήλα φορεμένη στο κεφάλι και το νεογέννητο στην αγκαλιά, σφιχτά πάνω της.
Μια ηλικιωμένη ασπρομάλλα κυρία
που προσπαθεί να πιάσει κουβέντα με τον διπλανό της, ίσως γιατί σπίτι την
περιμένουν μόνο τέσσερεις τοίχοι και μια τηλεόραση.
Έναν Κινέζο που κρατάει τη
σακούλα με τα ταπεράκια που του είχε ετοιμάσει η γυναίκα του αποβραδίς για να
φάει στη δουλειά του ώστε να μη χαλάσει καθόλου χρήματα.
Και καμιά φορά, αν είσαι τυχερός,
μπορεί να δεις ένα ζευγαράκι. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι, νεαρό ή και πιο ώριμο. Ο
ένας ακουμπά στον ώμο του άλλου και πάντα υπάρχει μια τρυφερή κίνηση: ένα χάδι
στη ράχη του χεριού, ένα αφηρημένο σχεδιάκι στο μηρό πάνω από το bluejean με την παλάμη, ένα χάδι στο μάγουλο εκείνου
που έχει γείρει. Κι όταν ανασηκωθεί, τότε το βαγόνι πλημμυρίζει έρωτα μέσα απ᾽
τα βλέμματά τους. Γεμίζει χαρά μέσα από το αληθινό χαμόγελό τους και γλύκα μέσα
από το ζεστό φιλί τους.
Ναι, τα ζευγαράκια στα Μέσα
Μαζικής Μεταφοράς είναι η ζωντανή απόδειξη πως σ᾽ αυτή τη δύσκολη πόλη, τη
γεμάτη σκληρούς και φοβισμένους να σχετιστούν ανθρώπους, ο έρωτας ακόμα ζει.