Μία απλή μελωδία ρεμπέτικου, ένας ήχος από πούλια που πέφτουν στο τάβλι, και ένας στίχος που έμελλε να ακουστεί παντού:
«Για άκουσε τα νέα της Αλεξάνδρας, που μου ‘λεγε δεν ξέρει τι θα πει άντρας…»
Όμως πίσω από αυτήν την εύκολη αφήγηση ενός «ανδρικού παραπόνου», κρύβεται η φρικτή αλήθεια. Μίας γυναίκας μόλις 21 ετών, που ήρθε από τη Μάνη στην Αθήνα για να σπουδάσει και η οποία βρήκε τραγικό θάνατο από το χέρι ενός ανθρώπου που θα έπρεπε να τη φροντίζει: του ίδιου της του θείου.
Ήταν αρχές άνοιξης του 1961 όταν η 21χρονη Αλεξάνδρα Μυλωνάκου εγκατέλειπε τα βουνά της Μάνης και κατέφθανε στην Αθήνα με έναν σάκο όνειρα. Ερχόταν για να σπουδάσει ραπτική και βρήκε σπίτι σε προσφυγικό τετράγωνο του Αιγάλεω, στην οδό Προποντίδος, όπου έμενε η θεία της με τα δύο μικρά κορίτσια των 3 και 4 ετών. Εκεί ανέλαβε χρέη οικονόμου, ήταν φιλήσυχη, εργατική, σχεδόν αόρατη: η μοδίστρα, το σπίτι, και το περίπτερο ήταν όλο κι όλο το περιβάλλον της.
Η Αλεξάνδρα ήταν αρραβωνιασμένη με τον ναύτη Βασίλη, ο οποίος περίμενε να εκπνεύσει η θητεία του ώστε να πραγματοποιηθεί ο γάμος τους στις 23 Απριλίου 1961. Οι φίλες της αφηγούνταν πως ήταν χαρούμενη αλλά προβληματισμένη — κάτι τη βασάνιζε, χωρίς όμως να φανεί φωνή αντίστασης.
Ο θείος της, ο Γιώργος Μυλωνάκος, άντρας με βεβαρημένο παρελθόν, με συχνές φασαρίες και κατάχρηση αλκοόλ, περίμενε μέσα στο ίδιο σπίτι. Ξεκίνησε να την παρενοχλεί, μέχρι που έγινε τραγικά επίμονος. Απέτυχε να ανοίξει τα στόματα γύρω στην Αλεξάνδρα, αλλά εκείνη κρατούσε μέσα της τη φρίκη της — ακόμη και όταν εκείνος επιχείρησε να τη βιάσει μέσα στο ίδιο σπίτι μια νύχτα πριν το φονικό. Εκείνη αντιστάθηκε.
Τη νύχτα της 25ης προς 26η Μαρτίου 1961, μεθυσμένος, ο θείος απομακρύνθηκε για να πάρει την καραμπίνα από την ερωμένη του, κάνοντας μια στάση στο Περιστέρι. Επέστρεψε στο σπίτι στο Αιγάλεω — και αμέσως μετά, γύρω στις 2 τα ξημερώματα, μπήκε στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η Αλεξάνδρα μαζί με τα δύο μικρά ξαδερφάκια της και τον αδερφό της Δημήτρη. Εκείνη κοιμόταν πάνω στο κρεβάτι με τα παιδιά. Ο θείος την πυροβόλησε εν ψυχρώ στο κεφάλι. Η σφαίρα σήκωσε τα μυαλά της στον αέρα. Ο πυροβολισμός ηχεί ακόμα ως απόηχος σιωπής.
Τρεις ώρες αργότερα, παραδόθηκε στη Χωροφυλακή και δήλωσε ψύχραιμα ότι τη σκότωσε “για λόγους τιμής”, ισχυριζόμενος πως ο αρραβωνιαστικός της είχε διαλύσει τον αρραβώνα όταν πληροφορήθηκε ότι εκείνη “είχε διαφθαρεί με άλλον” και έτσι δήθεν η οικογένεια είχε ντροπιαστεί. Παραδέχτηκε ότι άνοιξε φωτιά για να σώσει την τιμή του ονόματος.
Ο Βασίλης διέψευσε αμέσως αυτήν την αφήγηση: αρνήθηκε ότι υπήρξε ποτέ αμφιβολία για την ακεραιότητα της κοπέλας του και επιβεβαίωσε ότι δεν υπήρξε διάλυση του αρραβώνα ούτε άλλες επαφές ηθικού χαρακτήρα.
Κατά την προανακριτική εξέταση αποκαλύφθηκε πως ο θείος είχε επανειλημμένα αποπειραθεί να βιάσει την Αλεξάνδρα. Εκείνη αντιστάθηκε εκ νέου το συγκεκριμένο βράδυ, και εκείνος επέστρεψε με καραμπίνα για να τη «σιωπήσει» οριστικά.
Η δίκη ξημέρωσε με σκιές. Μάρτυρες τρομοκρατημένοι από απειλές, δικηγόροι της υπεράσπισης που παραιτούνταν ένας προς έναν, ενώ ο αδελφός του δράστη περιπλανιόταν στο διάδρομο του δικαστηρίου απειλώντας μάρτυρες. Η οικογένεια της Αλεξάνδρας θεωρούσε ακόμη την υπόθεσή της ως πιθανό αντικείμενο προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προσπάθεια που δεν έφτασε ποτέ σε δίκη.
Στο δικαστήριο αναδείχθηκε ότι η φτώχεια της οικογένειας την οδήγησε να μείνει στην Αθήνα και να βρει μνηστήρα, αλλά και ότι, σε μια εποχή που η κοινωνία συγκαλύπτει αυτούς τους φόνους, το σύστημα απέτυχε να «την ακούσει» πριν από τον πυροβολισμό.
Η κηδεία της έγινε με έξοδα του Δήμου στο Γ’ Νεκροταφείο, καθώς η οικογένειά της δεν μπορούσε να αντέξει τα έξοδα. Η φτώχεια της οικογένειας παρέμεινε αμείλικτη και μετά την απώλεια.
Παρά τις συντριπτικές αποδείξεις, η κοινή γνώμη πολλαπλασίασε την αφήγηση της «γυναικοκτονίας για λόγους τιμής» και το τραγούδι που γεννήθηκε —μ’ αυτούς τους ψευδείς στίχους για την «παραστρατημένη κοπέλα»— χρησίμευσε ως καλυμμένη ειρωνεία. Λέγεται ότι ο ίδιος ο θείος έγραψε τους στίχους, πρόσφερε την ιστορία στον συνθέτη Βαγγέλη Περπινιάδη , προκειμένου να «βρωμίσει» το όνομα της Αλεξάνδρας και να επισκιάσει την ευθύνη του εαυτού του.
Σήμερα, η ιστορία της φωτίζεται ως υπόδειγμα θηλυκής αντίστασης: μιας φωνής που δεν γύρισε πίσω, που δεν υποτάχθηκε, και που πλήρωσε με τη ζωή της το δικαίωμα να πει «όχι». Οι ερευνητές και η δημοσιογραφία, η θεατρική και μουσική reclaim προσπάθεια του 2021, φωτίζουν ξανά εκείνη την ιστορία, αναγνωρίζοντας την Αλεξάνδρα ως θύμα — όχι ως διεφθαρμένη κοπέλα, αλλά ως γυναίκα που αντιστάθηκε και τόλμησε την ελευθερία της. Την ιστορία που η κοινωνία και το τραγούδι θέλησαν να σκοτώσουν δύο φορές.
Ακόμη και αν η μελωδία της σήμερα ζει, η αισχρή πραγματικότητα που απέκρυπτε τα “νέα” – τα αληθινά νέα της Αλεξάνδρας – δεν έσβησε. Κι όσοι ακούνε ξανά τα τραγούδια αυτά, καλούνται να θυμηθούν: η Αλεξάνδρα ήταν θύμα. Και τώρα, επιτέλους, γίνεται λέξη.