Η ώρα 11
το βράδυ.
Σου
φαίνεται πως από το μεσημέρι μέχρι τώρα, έχουν περάσει 3 λεπτά. Η τελευταία
μέρα της ελευθερίας σου πέρασε ανεπιστρεπτί.
Το ότι
έφαγες σουβλάκια με τον κολλητό σου πριν μερικές ώρες, ήταν ευχάριστο μόνο
εκείνη την ώρα. Κατά τ’ άλλα, το κενό στο στομάχι και η θλίψη, μεγάλωναν.
Την
επόμενη μέρα, σ’ είχαν καλέσει να υπηρετήσεις την πατρίδα, με ό,τι αυτό
συνεπάγεται. Εσύ ήξερες ένα πράγμα: πως για έναν χρόνο δε θα κοιμόσουν στο
κρεβάτι σου, δε θα έβλεπες τους γονείς σου, δε
θα έβλεπες την κοπέλα σου, δε θα είχες επαφή με κανέναν.
Η ιστορία
διαδραματίστηκε την εποχή που τα κινητά δεν είχαν ακόμα Internet. Κι οι κλήσεις κόστιζαν
πανάκριβα ακόμα κι αν είχες κινητό στο στρατό. Άρα ναι, δεν είχες επαφή με
κανέναν.
Η
απελπισία που ζωγραφίζεται στο πλέον ξυρισμένο μούτρο σου, είναι μεγαλύτερη από
την αναμονή…να περάσουν οι τελευταίες ώρες της ελευθερίας σου πριν μπεις, να
τελειώνει το μαρτύριο της πρώτης μέρας.
Η πρώτη
μέρα, δηλαδή από το πρωί που περνούσες την πύλη μέχρι το απόγευμα που περνούσες
τα πρώτα λεπτά ηρεμίας, αντί για μερικές ώρες, σου φάνηκε να διήρκησε περίπου 8
ημέρες.
Όσο
περνούσαν οι μέρες, μετά οι βδομάδες και στη συνέχεια οι μήνες, βίωνες στο πετσί σου αυτό που
λένε στέρηση της ελευθερίας σου, κάτι που δεν μπορούσαν φυσικά να καταλάβουν
όσοι δεν έχουν πάει. Ή, ακόμα χειρότερα, όσοι
πήγαν κι έκαναν «θητεία» δίπλα στο σπίτι τους, που θα ζήλευε και κάποιος που θα
έκανε διακοπές στη Σαντορίνη έχοντας κάνει ειδική συμφωνία με το Θεό να κάνει
καλοκαίρι 12 μήνες σερί.
Δε σε
πείραζε το να έχει κάποιος βύσμα. Κι εσύ αν είχες θα το χρησιμοποιούσες, χωρίς
τύψεις, προκειμένου να κάνεις αυτή την αγγαρεία να περάσει αναίμακτα, όπως
τόσοι και τόσοι. Αυτό που σε διαόλιζε, όμως, και δεν μπορούσες να υποφέρεις με
τίποτα, ήταν όλοι αυτοί οι οποίοι το έπαιζαν «δεν έχω βύσμα, δεν έχω μέσον, απλά έτυχε να μπω
αεροπορία, απλά έτυχε να μπω τεχνικό, υλικού
πολέμου, διαβιβαστής, και τόσα άλλα».
Όταν για
παράδειγμα ήσουν ήδη στους 4 περίπου μήνες θητείας και ενώ είχες ήδη πάει 2
φορές σκηνάκια μέσα στον ίδιο μήνα, ερχόταν η νεότερη σειρά από εσένα και μ’
ένα τηλεφώνημα στο θείο, ή υπουργό, ή
υπουργό και θείο ταυτόχρονα, κανόνιζε να μην πάει αυτός, αλλά να πας πάλι εσύ, εκεί
έφτανες στα όρια σου και πραγματικά παρακαλούσες να πάρουν το όπλο από τα χέρια
σου.
Όταν λέμε
σκηνάκια εννοούμε το (για τους μη γνώστες) ειδυλλιακό concept του να κοιμάσαι στο χώμα κυριολεκτικά,
σε σκηνή στην οποία χωράς μέχρι τα γόνατα, ενώ απαγορεύεται η παραμικρή κίνηση
για να μην γκρεμιστεί η σκηνή και παράλληλα είσαι αγκαλιά με τον άλλο ταλαίπωρο
φαντάρο δίπλα σου και ανάμεσα οι τσάντες σας, σε απόσταση 2 νετρονίων από το
κεφάλι σου.
Δε θα πεις
γι άλλη μια φορά κλισέ του στυλ «όπου σταματά η λογική ξεκινά ο στρατός» και «ο
στρατός σε κάνει…άντρα», «ο στρατός είναι μεγάλο σχολείο» και άλλα τέτοια
ωραία, γιατί, δυστυχώς, αλλά ισχύουν και άλλα όχι, ενώ όλα έχουν χιλιοειπωθεί και μάλιστα
λέγονται από άτομα που δεν έχουν καν πάει. Εκεί, λοιπόν, η πίεση σου φτάνει στο
25 και είσαι έτοιμος να σκάσεις σαν ατμομηχανή στην οποία έχουν ρίξει πάρα
πολλά ξύλα, με αποτέλεσμα να εκραγεί.
Κάθε
ξύλο ήταν μια ημέρα από τις 365 που πέρασες χωρίς ελευθερία.
Μόνο όποιος
δεν κοιμάται στο κρεβάτι του για έναν χρόνο μπορεί να εκτιμήσει τι σημαίνει
αυτό. Μόνο όποιος δεν μπορεί να πάει τουαλέτα στο σπίτι του (όσο πεζό κι αν
ακούγεται ή ασήμαντο) μπορεί να καταλάβει τι είναι να μην έχει πλέον αυτή τη δυνατότητα.
Μόνο
κάποιος που έμεινε 3 μέρες στα χιόνια στο φυλάκιο στα σύνορα χωρίς ρεύμα, και κανόνιζε
πού θα βρει μέσα στο χιόνι ξύλα για το τζάκι για να μην πάθει υποθερμία στους
-10 πάνω στο βουνό, μπορεί να καταλάβει πως δεν είναι εκδρομή στην Αράχοβα.
Γιατί εκεί θα πας για 3 μέρες και μετά ξέρεις πως θα επιστρέψεις σπίτι σου και
στη βολή σου, ενώ στο φυλάκιο, παρακαλούσες να περάσουν οι 3 μέρες για να έχεις
έστω μια ελπίδα ν’ ανοίξει ο καιρός μετά και να καταφέρουν να σου ανεβάσουν στο
φυλάκιο τρόφιμα.
Το μόνο
πράγμα που σου έμεινε, ήταν το ότι όντως είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας.
Κι εκεί,
όπως και στον ευρύτερο κοινωνικό σου περίγυρο, θα γνωρίσεις άτομα καλά, άτομα που δε θ’ αξίζουν ούτε να
τα σκοτώσεις και άτομα αδιάφορα με τα οποία απλά συνυπάρχεις μέχρι να περάσει
κάποιο διάστημα.
Απλά στη
μία περίπτωση περιμένεις να περάσουν 8 ώρες για να σταματήσεις να βλέπεις αυτόν
που βαριέσαι ακόμα και να πεις καλημέρα, ενώ στην άλλη περίπτωση να περάσουν 12
μήνες για να σταματήσεις να κοιμάσαι αγκαλίτσα σχεδόν με κάποιον εξίσου
αχώνευτο.
Σε
προετοιμάζει σίγουρα να διαχειριστείς καταστάσεις της μετέπειτα ζωής σου.
Βέβαια, το πώς το ότι είχες γίνει εξπέρ στο σφουγγάρισμα και στο στρώσιμο
κρεβατιού θα σε βοηθούσε σε περίπτωση που τα Ίμια του 1996 επαναλαμβάνονταν στα
Πετράλωνα του 2017, σου ήταν παντελώς άγνωστο.
Το μόνο σίγουρο, ήταν πως
έδειχνες και πόσο φιλόζωος ήσουν, αφού
φρόντιζες ν’ αφήσεις τη νύχτα που κοιμόσουν τους κοριούς να σε γαζώσουν και να
κάνουν τη μούρη σου σαν να έχει βγει από μηχανή του κιμά ενώ μετά πέρασε από
πάνω μια ραπτομηχανή.
Μ’ αυτές
τις σκέψεις κοιτάς το ρολόι. 23:40.
Ημερομηνία…2017.
Είχε
τελειώσει αυτό το μαρτύριο εδώ και 8 χρόνια. Η δοκιμασία της υπομονής σου και η
ανοχή στην ηλιθιότητα των γύρω σου, δε θα διαρκούσε πλέον 12 ατελείωτους μήνες.
Απλά είχε
αλλάξει πλέον η κλίμακα.
Θα
διαρκούσε μέχρι να πεθάνεις.