Όταν ήμουν μικρή και ξεκίνησα να συλλαβίζω τις πρώτες μου λέξεις, η μαμά μου είχε μια ιδέα: να καταγράφω κάθε βιβλίο που διάβαζα ανά χρονιά, ώστε να έχω σαν στόχο τουλάχιστον τρία βιβλία τον χρόνο. Έτσι γεννήθηκε το πρώτο μου βιβλιοημερολόγιο – ένα μικρό, παιδικό τετράδιο γεμάτο τίτλους, χρώματα και ημερομηνίες.
Μεγαλώνοντας, το βιβλιοημερολόγιο έγινε σειρά ολόκληρη. Κάπου στην εφηβεία, ανάμεσα σε πολλή μοναξιά κι αμέτρητες ώρες ανάγνωσης, οι λίστες έγιναν ράφι. Το ράφι «βιβλία που μου σημάδεψαν τη ζωή» είναι ένα χρονικό πάζλ συγγραφικών στιγμών· χιλιοδιαβασμένες επιλογές μου που έγιναν σταθμοί στην αναγνωστική καρδιά και στη ζωή μου γενικότερα.
Σε αυτό το ξεχωριστό ράφι βρίσκονται οι Μικρές Κυρίες της Άλκοτ, η Συγχώρεση της Σώτης Τριανταφύλλου, ο Μικρός Πρίγκηπας του Εξυπερύ, ο Κόσμος της Σοφίας του Gaarder, και καμιά ντουζίνα ακόμα διαμαντάκια που με έκαναν να σκεφτώ, να νιώσω, να αναθεωρήσω.
Από χθες, σε αυτό το ράφι μπήκαν και οι Σταγόνες του Φυστικιού ΠουΚυλάει.
Το Φυστίκι το ήξερα από τη διαδικτυακή του δράση κι η αλήθεια είναι πως επειδή ανήκω στην κατηγορία αυτών των αγέλαστων ανθρώπων, η θεματολογία του δεν ήταν ακριβώς του στιλ μου. Ναι, είμαι από αυτούς τους ξενερουά -που λένε- στους οποίους δε σκάει το χειλάκι τους. Ένα «αφήκετέ με στην ησυχία μου» με πόδια.
Όταν είδα πως έβγαλε ένα βιβλίο διαφορετικό κι είδα τον τίτλο, ήμουν περίεργη να το διαβάσω. Για κάποιο λόγο, όμως, δεν έπαιρνα την απόφαση να το πάρω. Τη Δευτέρα, στην Έκθεση Βιβλίου του Ναυπλίου, πήγα αποφασισμένη να βρω το Φυστίκι στον πάγκο των Εκδόσεων Διόπτρα. Έτσι απλά και μαγκιόρικα, χωρίς πολλά-πολλά, το αγόρασα και γύρισα σπίτι, στο κλουβί μου και στο anti-social space μου, σχεδόν συνωμοτικά, ώστε να το διαβάσω.
Τα τελευταία χρόνια διαβάζω βιβλία μηχανικά. Πολλές φορές από ντροπή να τα αφήσω στη μέση, άλλες επειδή έχουν ένα συμπαθητικό story κι άλλες επειδή με οδηγεί κάτι που μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Αδιάφορα, χωρίς να τα ξαναπιάσω δεύτερη φορά στα χέρια μου.
Στις Σταγόνες δε διάβασα.
Ανέπνεα.
Ασθμαίνοντας κάποιες φορές. Δύσκολα σε κάποια κεφάλαια. Βαθιά και με οξυγόνο που γεμίζει ζωή σε άλλα, αφήνοντας ένα ενοχλητικό καψιματάκι στην εκπνοή. Στις Σταγόνες αφέθηκα, έκλεισα τα μάτια και τις άφησα να κυλήσουν και να στάξουν, όπως αυτές ήθελαν, σε άτακτες ή τεμνόμενες ευθείες στα στενοσόκακα του μυαλού μου.
Κι όσο προχωρούσα σελίδα τη σελίδα, έγινα σχεδόν ένα, μην μπορώντας να ξεκολλήσω τα όσα ένιωθα λόγω της ιστορίας και των όσων θυμόμουν, καθώς σκάλιζα το παρελθόν μου.
Θυμήθηκα μια Βαγγελιώ, ίδια κι απαράλλακτη. Έναν Λουκά που ακόμα και τώρα που λείπει, νοσταλγώ με αγάπη.
Βρήκα έναν δικό μου Δημήτρη που η απώλειά του με οδήγησε να χάσω τον κόσμο που ήξερα και τις ισορροπίες μου.
Μια Τζένη που έγινε λέαινα για ν’ αντέξει. ‘Έναν Αντώνη που η μοναξιά του έκανε τις μέρες του βροχερό, σκωτσέζικο απόγευμα σε κουμπί repeat.
Δάκρυσα καθώς έφερα στο μυαλό μου την όχι τόσο όμορφη εκδοχή του Ερέν των φοιτητικών μου χρόνων που δεν άντεξε να ζει ανάμεσα σε δύο κόσμους. Σε κανέναν δεν ήταν αποδεκτός κι ο εαυτός του κι έφυγε διακριτικά για να μην ενοχλήσει.
Και τέλος… Έσκυψα κι αγκάλιασα εκείνο το μικρό κορίτσι, την Εύη, που πολλές φορές ένιωθε να της κλέβουν τον αέρα, που ούρλιαζε σιωπηλά για βοήθεια, αλλά που η ωριμότητα η παράταιρη, την έκανε να καταπίνει τη φωνή της. Γιατί ήταν εκείνο το παιδί που έπρεπε ν’ αντέχει. Κι ας μην το είχαν για σκληρό καρύδι.
Η ρίζα είναι η απώλεια σε όλες της τις μορφές. Καθώς εκείνη ξετυλίγεται μέσα από τις ιστορίες των πρωταγωνιστών σε ένα back and forth παρελθόντος και παρόντος, γίνεται κορμός δέντρου σκαλισμένου με ρόζους φόβου, δειλίας, ελέγχου, άρνησης, ματαιοδοξίας, εκδίκησης, σιωπής, συγκατάβασης, κυρ-Παντελήδων. Ύστερα η βροχή έρχεται να ποτίσει τον αιωνόβιο κορμό της θλίψης και να φυτρώσει κλαδιά λύτρωσης. Κι οι σταγόνες… ξεπλένουν το κενό και το μεταμορφώνουν σε συνήθεια.
Το βιβλίο μπορεί να γίνει χαοτικό για εκείνον που θα πάει να το μεταφράσει. Που θα πάρει κόκκινο στιλό και θα αρχίσει να τραβάει γραμμές για το ποιο είναι το σωστό και τι είναι λάθος. Αντικειμενικά οι Σταγόνες δεν είναι για αυτούς.
Δεν είναι για κριτικούς βιβλίων, δεν είναι για εκείνους που ψάχνουν συγγραφικά τοτέμ, δεν είναι για αυτούς που θα το κόψουν κομματάκια, δεν είναι για εκείνους που φοβούνται να δουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Δεν είναι για αυτούς που μιλούν πολύ και χωρίς λόγο ή ψάχνουν να τετραγωνίσουν τον κύκλο.
Είναι μια ομπρέλα ξεχασμένη στη θήκη της, για ανθρώπους που δε δέχτηκαν να την κρατήσουν. Είναι ένα αναιδές Ρε μινόρε που δε βρίσκει ποτέ τη θέση αναγνώρισης που έχει το Ντο στον κόσμο. Είναι ένα βιβλίο που έχει απόλυτη λογική και ροή στον τρόπο που ξετυλίγεται άναρχα, όπως το ίδιο ατακτοποίητη κι ασυμμάζευτη είναι η ζωή, μαζί και οι σκέψεις μας. Είναι ένας διάλογος με χίλια θέματα παράλληλα, που σε φτάνουν παραδόξως σ’ ένα συμπέρασμα.
Οι Σταγόνες είναι εκείνο το χαρτί που τσαλάκωσες με τα χέρια σου σε μια προσπάθεια να το κάνεις άμορφο και να το εξαφανίσεις. Είναι εκείνο το φτυαράκι που βρήκες τυχαία στον κήπο και άρχισες να σκάβεις. Από γούβα, έφτιαξες λάκκο και στάθηκες δίπλα με θαυμασμό αλλά και φόβο συνάμα. Είναι ένας χορός ξέφρενος πάνω σε γυαλιά σπασμένα, σαν μια τελετή πόνου που προσμένεις να σε πάει στην επόμενη πίστα.
Οι Σταγόνες δεν είναι για ανθρώπους όμορφους, αλλά για κορμιά και ψυχές που μέτρησαν χαρακιές. Πόνεσαν, ξεφτιλίστηκαν, χάθηκαν, ξαναβρέθηκαν κι έπειτα φόρεσαν τα παλιά, μπαλωμένα ρούχα τους και κίνησαν να επαναπροσδιορίσουν τη διαδρομή. Όπως.
Το βιβλίο κλείνει στη σελίδα 333. Τον αριθμό της πληρότητας, της αρμονίας, της ισορροπίας, της ενθάρρυνσης και της πίστης πως στη ζωή πρέπει να προχωράς με θετικό πρόσημο. Κι είναι ένα αδιόρατο μήνυμα, γλυκόπικρο ίσως, που σου αφήνει η ολοκλήρωσή του.
Αν αξίζει να το διαβάσεις; Αυτό πρέπει να το αποφασίσεις μόνος σου. Αν, όμως, φανείς γενναίος και το κάνεις, σίγουρα θα σε πάει ένα βήμα πιο πέρα. Ίσως πιο κοντά στη δική σου σταγόνα που περιμένει να κυλήσει.
Σε ευχαριστώ, Φυστικάκι!