Αύγουστος του 1955. Ένα καλοκαίρι αποπνικτικό, με τη ζέστη να βαραίνει τις πέτρες του Πειραιά και τις σκιές να μακραίνουν πάνω από τα σπίτια των «ευυπόληπτων».
Στο Τζάνειο νοσοκομείο, ένα μικρό κορίτσι φτάνει τυλιγμένο σε μια μπλε κουβέρτα. Δώδεκα χρονών. Σπυριδούλα Ράπτη το όνομά της.
Το βλέμμα σβησμένο, το κορμί καμμένο.
Το δέρμα της ξεφλουδισμένο, σάρκα που μύριζε καμένο μέταλλο και πόνο.
Οι εργοδότες της, Γιώργος και Αντιγόνη Βεϊζαδέ, μίλησαν για «ατύχημα με κατσαρόλα». Μα το δέρμα δεν ψεύδεται. Οι πληγές ήταν επάλληλες, σαν χαρακιές χρόνου, όπως μόνο ένα καυτό σίδερο θα μπορούσε να αφήσει.
Και τότε αποκαλύφθηκε: το σίδερο, το ταπεινό εργαλείο της νοικοκυράς, είχε μετατραπεί σε όπλο μαρτυρίου. Για ώρες — άλλοι λένε δεκαεφτά, άλλοι τριάντα έξι — το κορμί του παιδιού καψαλίστηκε ξανά και ξανά. Η Σπυριδούλα δεν υπέφερε από ένα ατύχημα· υπέμεινε ένα μαρτύριο.
Η Σπυριδούλα Ράπτη, ήταν δέκα χρονών όταν άφησε το χωριό της, τη Ματαράγκα Αγρινίου, για να εργαστεί ως «υπηρέτρια» -όπως τόσα άλλα φτωχά παιδιά- για το ζεύγος Βεϊζαδέ, που είχε έρθει στο χωριό αναζητώντας μια ψυχοκόρη που θα τους βοηθάει με το νεογέννητο παιδί τους και με τις δουλειές του σπιτιού. Οι γονείς της Σπυριδούλας εναπόθεσαν τις ελπίδες τους, για μια καλύτερη ζωή για την κόρη τους, στο ζευγάρι, και έτσι τους έδωσαν τη Σπυριδούλα.
Η υπόσχεση ήταν ότι θα τη φρόντιζαν «σαν δικό τους παιδί». Μα η αλήθεια ήταν διαφορετική: σιδερωμένη πάνω στο κορμί της.
Το ζευγάρι διέμενε στον Πειραιά, στην περιοχή της Καλλίπολης. Όταν έφτασαν, ενημέρωσαν τη Σπυριδούλα για τις υποχρεώσεις της εντός του σπιτιού και στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Όμως τίποτα δεν κρατάει για πάντα και τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Η Αντιγόνη υποχρέωνε τη μικρή να δουλεύει εξαντλητικά ωράρια, από πολύ νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, ενώ όσο περνούσαν οι μέρες, η κακομεταχείριση κι η βία άρχισαν να γίνονται πιο έντονες. Ο Γιώργος από την άλλη – που είχε συστηθεί ως τραπεζικός στους γονείς τη μικρής, βρισκόταν στο σπίτι σπάνια κι αυτό γιατί μόνο τραπεζικός δεν ήταν.
Η κατάσταση στο σπίτι είχε γίνει ανυπόφορη. Η Αντιγόνη διαβεβαίωνε τους γονείς της Σπυριδούλας πως είναι πολύ καλά και περνάει πολύ ωραία.
Σε μια επίσκεψη του πατέρα της, που την είδε αδυνατισμένη κι εξαντλημένη, η Αντιγόνη τον διαβεβαίωσε πως οφείλεται στην αλλαγή κλίματος και πως του χρόνου θα είναι πολύ καλύτερα. Και ο πατέρας έφυγε, μην γνωρίζοντας πως γυρνούσε τη πλάτη του στο κολαστήριο του παιδιού του και στον ίδιο τον διάολο.
Και φτάνουμε δυο χρόνια αργότερα, το επόμενο καλοκαίρι, στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου του 1955.
Ένα βράδυ ο Γιώργος ψάχνει ένα χαρτονόμισμα των πενήντα δολαρίων πριν φύγει για το καμπαρέ. Η Αντιγόνη του εξηγεί πως δεν το πήρε και πως μάλλον το έχει πάρει και το έχει κρύψει η Σπυριδούλα. Η μικρή αρνείται οτι το έχει και τότε ξεκινάνε όλα.
Άρχισαν να την χτυπάνε, ρωτώντας την ξανά και ξανά για το πού ήταν τα λεφτά. Το κορίτσι αρνιόταν με κλάματα ότι το είχε και πως ούτε κι ήξερε ποιος μπορεί να το έχει.
Όταν είδαν πως το ξύλο δεν της άνοιγε το στόμα, την άρπαξαν κι οι δυο μαζί, την έγδυσαν, την ξάπλωσαν γυμνή πάνω σ’ ένα τραπέζι και πήραν το σίδερο που ήταν εκείνη την ώρα στην πρίζα κι άρχισαν να σιδερώνουν τη Σπυριδούλα.
Μάγουλα, μέτωπο, στήθος, κοιλιά και όπου αλλού υπήρχε ελεύθερη και καθαρή επιφάνεια σώματος, τη σιδέρωσαν. Ακόμα όμως κι όταν δεν υπήρχε άλλο δέρμα, τη σιδέρωναν στις ίδιες πληγές. Οι μόνες φορές που το ζευγάρι σταματούσε να τη βασανίζει, ήταν όταν η Σπυριδούλα λιποθυμούσε από τον πόνο.
Το μαρτύριό της συνεχίστηκε για περισσότερο από τριανταπέντε ώρες και σταμάτησαν όταν πια δεν είχαν άλλο δέρμα να σιδερώσουν και εκείνοι είχαν κουραστεί. Έσυραν τη μικρή στο δωμάτιό της, τη κλείδωσαν και την άφησαν νηστική και διψασμένη.
Τα βογκητά της Σπυριδούλας από τους πόνους, ήταν το εισιτήριο της ίδιας για την ελευθερία της.
Επειδή φοβήθηκαν μην τους πεθάνει η μικρή στα χέρια, τη μετέφεραν στο Τζάνειο νοσοκομείο, τυλιγμένη με μια κουβέρτα αφού τη προειδοποίησαν να μη μιλήσει σε κανέναν, γιατί θα την έκαιγαν με βενζίνη. Αν κάποιος ρωτούσε για τα εγκαύματα θα έλεγε πως έπεσε πάνω της μια κατσαρόλα με καυτό νερό.
Όταν την μετέφεραν στο Τζάνειο Νοσοκομείο, οι γιατροί πάγωσαν. Η μικρή ήταν τυλιγμένη σε μπλε κουβέρτα, αλλά κάτω απ’ το ύφασμα κρυβόταν η αλήθεια. Εγκαύματα πρώτου, δευτέρου και τρίτου βαθμού απλώνονταν στο πρόσωπο, στον λαιμό, στον θώρακα, στα χέρια και στα πόδια της· σημάδια τόσα πολλά που κάλυπταν σχεδόν τα δύο τρίτα του σώματός της.
Όταν οι γιατροί του Τζανείου κατέγραψαν την αλήθεια, όταν το σώμα της Σπυριδούλας μίλησε δυνατότερα από κάθε δικαιολογία, το ψέμα των Βεϊζαδέ κατέρρευσε. Η Αστυνομία Πειραιώς ειδοποιήθηκε αμέσως. Ο άνδρας και η γυναίκα που είχαν παραδώσει το παιδί καμένο, ψυχροί κι ανέκφραστοι, δεν πρόλαβαν να υφάνουν άλλη δικαιολογία. Οι αστυνομικοί τούς συνέλαβαν επί τόπου, παρουσία συγγενών και γειτόνων.
Η είδηση της σύλληψης έπεσε σαν κεραυνός. Ο κόσμος μαζεύτηκε έξω από το τμήμα· φωνές αγανάκτησης ακούγονταν, γυναίκες έβριζαν και έφτυναν προς το μέρος τους, άνδρες απαιτούσαν «να πληρώσουν για το παιδί». Το ζευγάρι οδηγήθηκε με συνοδεία, σχεδόν φυγαδευμένο, για να μην το λιντσάρει το πλήθος.
Πλήθη κόσμου μαζεύτηκαν έξω από το νοσοκομείο. Άλλοι έδιναν χρήματα, άλλοι δώρα· γυναίκες έφερναν γλυκά και φρούτα, παιδιά ζωγράφιζαν μικρές κάρτες συμπαράστασης.
Η κοινωνία, που για χρόνια είχε σωπάσει μπροστά στη σιωπηλή εκμετάλλευση των «ψυχοκόρων», ένιωσε ντροπή. Η κοινωνία, που συνήθιζε να σωπαίνει μπροστά στη βία εντός των σπιτιών, ορθώθηκε και έδειξε το θυμό της. Η εικόνα των Βεϊζαδέ με χειροπέδες έγινε σύμβολο: η μάσκα της «ευπρέπειας» τους έπεσε, και φανερώθηκε η σκληρότητα που κρυβόταν πίσω από τις δαντελένιες κουρτίνες.
Η Σπυριδούλα έγινε σύμβολο προτού ακόμη κλείσουν οι πληγές της.
Τον Γενάρη του 1956, στο Κακουργιοδικείο Λαμίας, η αίθουσα γέμισε ασφυκτικά. Οι Βεϊζαδέ κάθισαν στο εδώλιο, προσπαθώντας ακόμη να πείσουν ότι όλα ήταν ατύχημα. Μα οι γιατροί κατέθεσαν, με επιστημονική ακρίβεια, το μαρτύριο που αντίκρισαν. Οι φωτογραφίες του καμένου σώματος έκαναν τον αέρα να βαραίνει στην αίθουσα. Οι μάρτυρες μιλούσαν για κραυγές που ακούγονταν από το σπίτι, για φόβο που πάγωνε τα παιδιά της γειτονιάς.
Η καταδίκη τους θεωρήθηκε βέβαιη. Κι όμως, καμία ποινή δεθα μπορούσε να μετρήσει τον πόνο της μικρής.
Χρόνια μετά, το όνομά της πέρασε στην τέχνη, ακόμη και στη μουσική. Το ροκ συγκρότημα «Σπυριδούλα» πήρε το όνομά του για να θυμίζει πως η μνήμη της δεν πρέπει να ξεθωριάσει. Κι όσοι διαβάζουν την ιστορία της — σε εφημερίδες, σε βιβλία, σε θεατρικά έργα — συνειδητοποιούν ότι πίσω από τις κουρτίνες της «ευπρέπειας» μπορεί να κρύβεται βία πιο σκληρή κι από το καυτό μέταλλο.
Σήμερα, σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, η Σπυριδούλα Ράπτη δεν είναι πια το καμένο κορμί του 1955. Είναι το βλέμμα που δε σβήνει· το βλέμμα που λέει ότι δεν υπάρχει «ατύχημα» όταν ένα παιδί βασανίζεται. Υπάρχει μόνο έγκλημα — κι υπάρχει ευθύνη, που βαραίνει όλους μας, να μην ξαναγίνει ποτέ.
Η Σπυριδούλα είναι ακόμη εδώ. Όχι στη σάρκα, αλλά στη μνήμη που σιδερώνει τη σιωπή, για να γίνει κραυγή.