Παλιά τσιγάρα.
Σου έχει τύχει να βάλεις το χέρι σε μια παλιά τσέπη και να βρεις κάτι που νόμιζες πως είχες ξεχάσει; Ένα μισοάδειο πακέτο τσιγάρα μπορεί να σε πετάξει χρόνια πίσω, σε εκείνες τις νύχτες που κάπνιζες έρωτες και ήττες μαζί…
Τρεις φορές γεννιέται ο άνθρωπος, θυμάμαι την γιαγιά μου να λέει.
Την πρώτη, τη μέρα που εγκαταλείπεις την κοιλιά της μάνας σου για να δεις το φως του κόσμου.
Τη δεύτερη, όταν ερωτεύεσαι αληθινά κι ο χρόνος ξεκινά από εκείνη τη στιγμή και ύστερα.
Την τρίτη και πιο ώριμη, όταν επιτρέπεις στον εαυτό σου ν’ αγαπηθεί και δε σε νοιάζει ο άλλος να σε γνωρίζει ολόκληρο. Μ’ όλο το βάρος που φέρνει αυτή η ανακάλυψη.
Χτες, καθώς τα πρώτα κρύα μ’ ανάγκασαν να ψάξω τα φθινοπωρινά πανωφόρια, βρήκα μέσα σ’ ένα σελοφάν το παλιό μου παλτό. Ένα δώρο δικό της, κάποια παραμονή Χριστουγέννων.
«Κάθε κορίτσι πρέπει να έχει ένα παλτό. Να το φοράς και να με θυμάσαι, όταν δε θα είμαι εδώ», μου ‘ χε πει.
Κι αυτές οι κουβέντες της, οι παλιές, μ’ έκαναν να βουρκώσω. Θέλησα να το βγάλω για λίγο από τη θέση του, να δω αν μου κάνει ακόμα. Να θυμηθώ τ’ άρωμα που μύριζαν τα χέρια της, όταν έβαζε με αγάπη και τακτικότητα τα ρούχα μου στις ντουλάπες.
Καθώς το κούμπωνα, ένιωσα ένα βάρος στη δεξιά τσέπη. Έβαλα το χέρι μου και βρήκα ένα μισοάδειο, πακέτο τσιγάρα. Πόσα χρόνια να έχουν περάσει; Θα ‘ναι σίγουρα δεκαπέντε και βάλε.
Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, πήρα το παλτό στα γόνατα κι έμεινα να κοιτάω εκείνο το παλιό πακέτο. Έχει περάσει σχεδόν μισή ζωή από εκείνη την εποχή. Εξαιτίας ενός έρωτα ξεκίνησα να καπνίζω. Τσιγάρα και σελίδες γεμάτες ανείπωτες λέξεις μέχρι τα ξημερώματα.
Και τώρα μπροστά μου πέντε τσιγάρα σέρτικα, ξερά και φυλαγμένα σ’ ένα κουτί που γλίτωσε το ξεσκαρτάρισμα.
Πέντε άκαφτες υποσχέσεις.
Πέντε ξερές αναμνήσεις.
Πέντε φυλαγμένες ελπίδες, που έμειναν κρυμμένες κι ανολοκλήρωτες.
Κάθε τζούρα μόνο για εκείνον και μια ανάγκη που μπερδεύεται με την αλήθεια ανακατεμένη με στάχτες σ’ ένα τασάκι.
Κι ύστερα η συνειδητοποίηση. Οι παλιοί έρωτες είναι σαν τα τσιγάρα που δε θ’ ανάψουν ποτέ ξανά. Κρατούν τη γεύση της ματαιότητας στα χείλη και μένουν στην άκρη για να ξεκινήσεις να μαθαίνεις.
Δε μαθαίνουμε όταν ερωτευόμαστε. Πέφτουμε με τα μούτρα ολοκληρωτικά, ζητώντας πλήρη κυριαρχία. Να υπάρχουμε, προσπαθούμε, σε κάθε λεπτό της ημέρας. Στις φευγαλέες σκέψεις, στα πρόσωπα των περαστικών, στις φορές που κοιτά εκείνος το ρολόι. Δεν υπάρχει φόβος, δεν υπάρχει λογικό όριο. Μόνο φωτιά που δεν τιθασσεύεται και δε διστάζει να κάψει αυτόν που την αρνείται.
Στον έρωτα δεν υπάρχει «εμείς». Υπάρχουν μόνο οι δικές μας παρορμήσεις στις οποίες ο άλλος πρέπει να υποκύψει, γιατί δε φανταζόμαστε τη ζωή αλλιώς.
Θυμάμαι μια φράση σε μια ταινία: «Real love is total. It’s like life or death. Like you know you’ re gonna die apart, because the need is so pure and so complete».
Έτσι είναι η φύση του έρωτα. Κτητική, μανιώδης, αυτοκαταστροφική. Ερωτευόμαστε πριν καλά-καλά γνωρίσουμε τον εαυτό μας και μέσα σε αυτή την τρελή κούρσα, ξερνάμε όλα μας τα ψεγάδια με θράσος.
Να θέλεις να μπήξεις τα δάχτυλα στο σώμα του, να το βαφτίσεις δικό σου.
Να μυρίζεις τον λαιμό του με λύσσα, να φυλακίσεις στα ρουθούνια τη μυρωδιά του.
Να δαγκώνεις τις στιγμές, να τις κάνεις δικές σου μ’όλη την απληστία του κόσμου που χώθηκε στα χέρια σου.
Να θυμάσαι το σώμα του, να ξεχνάς το δικό σου.
Κι ο μόνος ήχος που θυμάσαι να ‘ναι αυτός της ανάσας, καθώς κοιμάται δίπλα, ενώ γίνεσαι ιχνηλάτης του κορμιού του.
Τον ουρανό που με αλαζονεία θαρρείς πως αγγίζεις, έρχεται η στιγμή που σαν κλέφτης επιτήδιος, στον κλέβει από τα χέρια. Πέφτει σαν κάφτρα στο χαλί κι αφήνει μια ολοστρόγγυλη τρύπα. Κι ό,τι ήξερες μέχρι εκείνο τον καιρό, πάει περίπατο.
Τα χρόνια περνούν και το χαλί γεμίζει μπαλώματα. Ίσως φτάνεις και σε σημείο που παύεις να σε νοιάζει κι απλά ρίχνεις χύμα τις στάχτες, χωρίς να ψάχνεσαι και πολύ.
Κάθε πτώση, φέρνει κι ένα μάθημα. Μέσα από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες, ξεκινάς ν’ αναρωτιέσαι τι φταίει και γυρνάς τον φακό πάνω σου.
Σταματάς να ψάχνεις για πρωταγωνιστή και ξεκινάς να γνωρίζεις τον σεναριογράφο. Αναγνωρίζεις τα κακώς κείμενα που είχες για επιτυχίες κι αντί να προσπαθείς να γράψεις μια κινηματογραφική ιστορία, ξεκινάς να γράφεις θεατρικούς μονολόγους. Ατελείωτους. Κάποιες φορές σκληρούς, κάποιες φορές με ευαισθησία. Συνηθίζεις τη μοναξιά και μαθαίνεις να την αποδέχεσαι, μαζί με τον εαυτό σου.
Η τρίτη γέννησή μας έρχεται ήσυχα κι αθόρυβα, τη στιγμή που παύουμε να την αναζητούμε και να την περιμένουμε.
Συχνά φέρνει αμφιβολία.
Φόβο και δισταγμό, λάφυρα του ταξιδιού της ενηλικίωσης.
Καθώς μεγαλώνουμε, μας τρομάζει ο ενθουσιασμός, η επιμονή, η διεκδίκηση. Λουφάζουμε σαν τρομαγμένα κουνέλια στο λαγούμι και περιμένουμε να δούμε αν τα βήματα είναι εχθρικά ή όχι.
Η αγάπη, όμως, έχει τον μαγικό της τρόπο. Δίνει χρόνο, χώρο, κατανόηση. Δεν απλώνει το χέρι για ν’ αρπάξει, αλλά για να κρατήσει το δικό σου σφιχτά και να σε βοηθήσει να περπατήσεις. Δειλά στην αρχή, μα σταθερά.
Δε μένει δίπλα σου ξάγρυπνη με χίλιες αρνητικές σκέψεις να περνούν από το μυαλό της. Κοιμάται ήσυχα, σε στάση εμβρυακή και σου παρέχει ασφάλεια μέσα από το κράτημά της.
Ο άνθρωπος που θα ‘ρθει στη ζωή σου για να σ’ αγαπήσει, θα θελήσει να μάθει για όλο το σκοτεινό παρελθόν, όχι για να σε κρίνει, αλλά γιατί τον ενδιαφέρει να σε γνωρίσει. Δε θα σε πιέσει. Θα σ’ αφήσει να πάρεις τις ανάσες σου και να μιλήσεις, όταν εσύ νιώσεις έτοιμος να το κάνεις.
Δε θα χρειαστεί να παίξεις κόλπα φτηνά για να τον κρατήσεις, γιατί δε θα τον νιώθεις απειλή, αλλά ζακέτα ανοιξιάτικη που πέφτει στους ώμους σου με νοιάξιμο και φροντίδα.
Εκείνος ο άνθρωπος δε θα έρθει να σου φορτώσει τους προσωπικούς του δαίμονες, αλλά θα φροντίσει να διώξει τους δικούς σου. Θα μείνει δίπλα σου επειδή θέλει, χωρίς καμιά ανάγκη να τον κρατά δέσμιο.
Θα υπάρχει ελεύθερος πλάι σου και θα ζητήσει το ίδιο να κάνεις κι εσύ. Κι εκείνα τα τσιγάρα που με μανία κάπνιζες το ένα πίσω από το άλλο, θα στα πετάξει απ’ το παράθυρο, γιατί πια δε θα έχεις ανάγκη να κρύβεις ή να πνίγεις αυτά που σκέφτεσαι.
Δε θα χρειάζεσαι φωτιά. Δε θ΄αναζητάς κάτι να σε γδέρνει.
Οι αναμνήσεις θα μένουν εκεί, σαν τσιγάρα ξεχασμένα σε ένα παλιό παλτό.
Ο έρωτας θα έχει δώσει τη θέση του στην αλήθεια. Εσύ θα έχεις πια καθαρή ανάσα.
Κι αγάπη θα είναι εκεί να σου υπενθυμίζει πως μπορείς να υπάρξεις, να νιώσεις, να μοιραστείς.
Αυτή τη φορά χωρίς να χαθείς.