Η κρυφή ιστορία της Ιφιγένειας.
Λένε, πως το τελευταίο κομμάτι της
μνήμης που μας εγκαταλείπει είναι οι μελωδίες και τα τραγούδια που μας άρεσαν,
αφού συνδέονται με τους τελευταίους ισχυρούς νευρώνες του θυμητικού μας, που
αφορούν πρόσωπα, καταστάσεις και στιγμές.
Ένα
τραγούδι που μοιάζει ασήμαντο, περιλαμβάνει για κάποιον όλη του τη ζωή ή την
ουσία που τον κράτησε ζωντανό.
Είναι μία το βράδυ κι επιστρέφω απ’
τη δουλειά, σχεδόν με την όψη ζωντανού νεκρού απ’ την κούραση. Είναι από τις
λίγες φορές που δε θέλω ν’ ακούσω τίποτα.
Είναι από εκείνες τις μέρες που
σκέφτεσαι μια διαφορετική τροπή στη ζωή σου, αν είχες επιλέξει αλλιώς.
Κι όμως κάτι με παρακινεί να ανοίξω
την ένταση του ραδιοφώνου.
Και τότε, το άκουσα.
Δε χρειάστηκαν παρά μόνο οι πρώτες
νότες της εισαγωγής και το σκηνικό άλλαξε. Έφυγε η κούραση, το αμάξι κι ο
άδειος δρόμος και μεταφέρθηκα σε εκείνο το ουζερί που μας στέγασε για παραπάνω
από έναν χρόνο, σ’ εκείνο το τραπέζι που είχε ακούσει και είχε δει τα πάντα ,
και με εσένα στο πάλκο να τραγουδάς.
Είχαμε
χρόνια να συναντηθούμε, απ’ το πρώτο μας έτος σχεδόν. Οι επιλογές μας, μας
απομάκρυναν απ’ τη σχολή και το νησί και όταν συναντηθήκαμε, ήμασταν και οι δύο
αλλιώς.
Εσύ με άλλα γούστα, το δέρμα σου
καλυμμένο με μελάνι και τα «πιστεύω» κι οι ιδέες σου κάπως εναλλακτικές και
συντριπτικές για τον δικό μου μέχρι τότε καθωσπρεπισμό.
Εγώ, μια γυναίκα πλέον, που πάλευε
να σωθεί απ’ τα κόμπλεξ και τις ανασφάλειές της μέσα από δίαιτες, γυμναστική
και μουσική.
Δε
μας πήρε πολύ για να ξανά συστηθούμε, να ξαναγελάσουμε, να με κάνεις να
αισθανθώ αμήχανα, να σε κάνω να αισθανθείς μοναδικός. Κι οι δύο του
επαγγέλματος κάθε φορά που τραγουδούσε κολλούσα σαν μαγνήτης. Και ήρθε εκείνη η
στιγμή που ένα τραγούδι, μίλησε για όλα εκείνα που έπρεπε να πούμε και δεν
ειπώθηκαν ποτέ.
Κάθισε εδώ κοντά μου, μου λειψες
ξαφνικά, έτσι όπως πέφτει ο ήλιος, χτυπάει η μοναξιά …
Και με κοιτούσες και σε κοιτούσα κι
ήταν όλα λαμπρά, μεγαλειώδη. Και μου μίλαγες με τις νότες και την κιθάρα κι εγώ
έπιανα κουβέντα μαζί σου, σε μια συζήτηση που δεν μπορούσαν να υπάρξουν
παρεμβολές, γιατί μόνο εσύ κι εγώ ξέραμε.
Κι από τότε, κάθε μέρα μου έδινες
λόγους να πιστεύω περισσότερο, πως τελικά για αυτό γεννηθήκαμε και οι δύο, για
να συναντηθούμε ,να κοιταχτούμε και να πάρουμε φωτιά.
Για αυτό έγινε ο κόσμος, μάτια μου,
για να μπορέσουμε να ζήσουμε στιγμές πάνω απ’ την έννοια του χρόνου, του έρωτα
και της σχέσης. Κι ούτε αρχή, ούτε τέλος, ούτε μέτρημα έχει αυτό το αίσθημα.
Χρόνια μετά, ακόμη την ίδια
ενέργεια έχουμε κάθε φορά που συναντιόμαστε, τυχαία πλέον, αλλά για μας πάντα
τα τυχαία μας έδεναν.
Έτσι
θα συμβαίνει.
Θα περάσουν οι καιροί, θα
γνωρίσουμε άλλους ανθρώπους κι άλλα τραγούδια, θα πάμε σε άλλα μέρη, σ’ άλλη
ηλικία και κάθε φορά που θα ακούγεται αυτό το τραγούδι, θα επιστρέφουμε σ’
εκείνο το τραπέζι, στο ίδιο μαγαζί, με τις ίδιες ματιές και ιδέες και θα τα
έχουμε πει όλα.
Άλλωστε αυτό δεν είναι το νόημα που
κρύβεται στις μουσικές και στα τραγούδια; Να μπορείς να επιστρέφεις εκεί που
θες και να το ξαναζείς, να μπορείς να μιλάς χωρίς να ανοίγεις το στόμα σου και
παρόλα αυτά να λες τις ομορφότερες λέξεις.
Γιατί αν δεν υπήρχαν τα τραγούδια
καμία στιγμή δε θα ξεχώριζε. Γιατί είναι τα τραγούδια που σε οδηγούν στην οδό
των ονείρων από εκεί που ξεκινάνε όλα.
Έχω φτάσει σπίτι και κάθομαι στο
αμάξι.
Χαμογελάω
και σκέφτομαι πως τελικά όντως ο κόσμος έγινε για να σε συναντήσω, μόνο γι’ αυτό.