Γράφει ο Κώστας Φλώρος
Κάθε σούρουπο ζαλωνόταν μια πήλινη στάμνα, την γέμιζε νερό απ’ τη βρύση στο Αρχαίο Θέατρο και με αργά βήματα κατευθυνόταν στην πλατεία του Άργους.
Κάθε μέρα.
Κάθε σούρουπο. Φτάνοντας στην πλατεία, άδειαζε τη στάμνα στη ρίζα ενός μικρού κυπαρισσιού…
Μονολογούσε για λίγο κι έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής.
Τα μαλλιά του ήταν τζίβες απ’ την απλυσιά. Τα ρούχα του επίσης άπλυτα, παλιά και τρύπια. Το πρόσωπό του, όμως, αν και ταλαιπωρημένο, είχε ακόμη μια αρρενωπή γοητεία.
Σίγουρα στα νιάτα του θα ήταν πολύ όμορφος άντρας.
Μονολογούσε συνεχώς καθώς πότιζε το κυπαρίσσι κι ύστερα ξανά τραβούσε τον δρόμο της επιστροφής. Φυσικά υπήρχε κι ο χλευασμός απ’ τους αστούς της πόλης…Ο τρελός της πλατείας…
Ο Ντίνος, ένα εικοσιπεντάχρονο, δίμετρο παλικάρι απ’ τα Ταμπάκικα του Άργους, αφού έκλεισε τα ζώα στον στάβλο, κίνησε για το καθημερινό του δρομολόγιο.
Στο καπηλειό του ΚΚ στην Γούβα, ένας εύπορος μεσήλικας που, εκτός απ’ το καπηλειό, είχε στην ιδιοκτησία του όλο το τετράγωνο της περιοχής.
Το παράδοξο ήταν ότι είχε παντρευτεί τον παιδικό έρωτα του Ντίνου. Εκείνη ένα νεαρό, πανέμορφο κορίτσι που ήθελε ν’ αποτινάξει από πάνω της την ατελείωτη φτώχεια και τα είχε καταφέρει ζώντας μαζί του μια εξωφρενική πολυτέλεια για την εποχή.
Ο Ντίνος κάθε βράδυ στο καπηλειό καθόταν μόνος σε μια γωνιά, πίνοντας ξεροσφύρι το κρασί του. Το βλέμμα του με την Άννα διασταυρωνόταν πολλές φορές. Όταν τον πλησίαζε, η μυρωμένη της ανάσα του έβγαζε συναισθήματα άγνωστα μέχρι εκείνη τη στιγμή που τον ταξίδευαν, Δεν άντεχε ούτε μέρα μακριά της.
Κι αυτή, όμως, ήταν μετανιωμένη με τον γάμο της. Δεν ήταν ευτυχισμένη, πάρα τα τόσα καλούδια. Δεν τον αγαπούσε, δεν ένιωθε. Είχε φουντώσει μέσα της και πάλι ο παιδικός της έρωτας… αδυσώπητος, συγκλονιστικός, εθιστικός.
Μάταια προσπαθούσε να εγείρει μέσα της τοίχο αντίστασης. Το ένιωθε κι η ίδια ότι είναι θέμα χρόνου να σαρωθεί. Ο γάμος της δεν είχε καμία τύχη.
Ο έρωτάς της για τον Ντίνο δεν ήταν απλά εκπλήρωση, αλλά προορισμός ζωής και εξαγνισμός, το δε άγχος της ευτυχίας αμείλικτα συγκρουσιακό…Ήδη είχε πάρει την απόφασή της.
Ήταν 4 Γενάρη 1833 και στο καπηλειό είναι ο Ντίνος και δύο Γάλλοι στρατιώτες, απ’ αυτούς που έμεναν στους στρατώνες για ν’ αποτρέψουν κατ’ εντολή του Καλλέργη πραξικόπημα εναντίον του Όθωνα.
Ο Καποδίστριας είχε δολοφονηθεί κι η κατάσταση στο Άργος τεταμένη. Οι μεθυσμένοι Γάλλοι είπαν κάτι προσβλητικό για την Άννα κι ο Ντίνος ένιωσε το αίμα του να ζεματάει. Χωρίς δεύτερη σκέψη έβγαλε απ’ το σελάχι του το μαχαίρι που κουβαλούσε πάντα μαζί του και τους πέταξε κλοτσηδόν απ’ το καπηλειό, τραυματίζοντας τον ένα αρκετά σοβαρά. Μαζί του συντάχθηκαν και δύο Έλληνες στρατιώτες που περνούσαν τυχαία από εκεί.
Σε δέκα λεπτά οι καμπάνες στην πόλη χτυπούσαν μανιωδώς… ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ εναντίον του Όθωνα ήταν η δικαιολογία! Πάνοπλοι Γάλλοι στρατιώτες βγήκαν απ’ τους στρατώνες και σκότωναν αδιακρίτως αόπλους πολίτες, παιδιά, νέους, γέρους γυναίκες. Οι δρόμοι βάφτηκαν κόκκινοι, η πλατεία γέμισε νεκρούς. Ο Ντίνος κατάφερε να ξεφύγει απ’ τη μανία των δολοφόνων.
Η Άννα σε μια γωνιά στο καπηλειό καθόταν μόνη, φοβισμένη και σκεπτική.
Συνειδητοποίησε ότι έφθασε η ώρα να τον ακολουθήσει. Έτρεξε προς την πλατεία να τον προλάβει. Δεν τα κατάφερε…Την εκτέλεσαν έξω απ’ το τωρινό μουσείο.
Ούτε καν τους νεκρούς δεν επέτρεψαν να παραλάβουν οι Γάλλοι δολοφόνοι στους συγγενείς. Άνοιξαν μια τεράστια γούβα στο κέντρο της πλατείας κι έριξαν σαν σκυλιά, όλους μαζί κοντά 300 νοματαίους μαζί και την Άννα. Φύτεψαν από πάνω και ένα κυπαρίσσι να θυμίζει το τραγικό θανατικό.
Ο Ντίνος έσυρε με τη στάμνα ακόμη ένα σούρουπο να ποτίσει το κυπαρίσσι. Αυτή τη φορά αφού το πότισε, μονολόγησε για ακόμη μια φορά κι άφησε τη στάμνα στη ρίζα του.
Το επόμενο πρωί βρέθηκε κρεμασμένος στο στάβλο του.
Ήταν το κυπαρίσσι που κόπηκε πριν λίγα χρόνια κατά τη διαμόρφωση της πλατείας.