Γράφει ο Κώστας Φλώρος.
Ένα καυτό καλοκαίρι της δεκαετίας του ’70, ο πατέρας μου οδηγούσε το κάρο φορτωμένο με τα τελευταία βερίκοκα της σεζόν, σε ξύλινα τελάρα που τότε τα έλεγαν καΐσια. Κρατούσε τα χαλινάρια του αλόγου κι εγώ, περίπου έξι χρονών, καθόμουν δίπλα του σε ένα σανίδι που στηρίζονταν τα παραπέτια του κάρου και χρησίμευε σαν κάθισμα.
Η παράδοση ήταν στο εργοστάσιο ΒΑΡΕΛΑΣ, εκεί που σήμερα είναι τα σιδηρικά Σκληρής, στην οδό Αρχαίας Βουλής. Μόλις φτάσαμε στο χωμάτινο προαύλιο, ένας πανζουρλισμός επικράτησε — άνθρωποι και ζώα ανακατεύονταν σε μια αναστάτωση που θύμιζε θύελλα. Στο εργοστάσιο η λέξη που άκουγα συνέχεια ήταν «ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ». Το εργοστάσιο είχε πέσει έξω. Δεν πρόκειται να πληρωθεί κανείς.
Ήταν δύσκολα και φτωχικά χρόνια τότε, και η σοδειά ήταν ο βιοπορισμός της χρονιάς. Έβλεπα άντρες να βλαστημούν, να καπνίζουν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, γυναίκες να τραβούν τα μαλλιά τους και τα μακριά φουστάνια τους — ένας θρήνος και μια απόγνωση σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου.
Ασυναίσθητα κοίταξα τον πατέρα μου. Θαρρώ πως ήταν η πρώτη φορά που τον επεξεργάστηκα πραγματικά. Στεκόταν αμίλητος, ασάλευτος, και στις ρυτίδες του ηλιοκαμένου προσώπου του κυλούσαν δύο ρυάκια ιδρώτα. Το μόνο μορφασμό που πρόσεξα ήταν που δάγκωνε ελαφρά το μουστάκι του στην άκρη των χειλιών του. Κοίταξε επίμονα το τρομαγμένο βλέμμα μου και μου είπε, με σταθερή φωνή:
«Πάμε σπίτι, ρε. Δεν πέθανε κανείς με μια αναποδιά.»
Ποτέ δεν ξέχασα εκείνη τη μέρα, εκείνη τη στιγμή. Θαρρώ πως στάθηκε οδηγός για μένα στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου.
Χρόνια μετά, ένας ηλικιωμένος άνδρας μου έφερε στο συνεταιρισμό τα βερίκοκά του. Περιμένοντας να κάνω τον ποιοτικό έλεγχο, το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το δικό μου δύο φορές. Το αισθάνθηκα φοβισμένο. «Πέρνα, καλά είναι», του λέω, χωρίς καν να τα δω.
Η αγαλλίαση που είδα στο πρόσωπό του ήταν η αφορμή να θυμηθώ την αληθινή ιστορία που μόλις σας περιέγραψα.